Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο αναπληρωτής Καθηγητής Οικονομίας στο Πολυτεχνείο Κρήτης κ. Γιώργος Ατσαλάκης «ο πληθωρισμός είναι η αύξηση του όγκου του χρήματος και των πιστώσεων, σε σχέση με τα διαθέσιμα αγαθά που υπάρχουν και κυκλοφορούν σε μια αγορά. Αντίθετα, ο αποπληθωρισμός, είναι η μείωση του όγκου του χρήματος και των πιστώσεων σε σχέση με τα διαθέσιμα αγαθά.
Όταν ο όγκος του χρήματος και των πιστώσεων μειώνεται σε σχέση με τον όγκο των διαθέσιμων αγαθών, η σχετική αξία κάθε μονάδας χρήματος αυξάνει κάνοντας τις τιμές των αγαθών γενικά να μειώνονται. Οι μειώσεις των τιμών συμβαίνουν ταυτόχρονα στα αγαθά και στις επενδύσεις.»
Είναι σαφές λοιπόν, ότι εν μέρει ο αποπληθωρισμός χαρακτηρίζεται από επίμονα παρατεταμένη και βαθιά μείωση της επιθυμίας και της ικανότητας των ανθρώπων να δανειστούν και να δανείσουν Η παραγωγή χαρακτηρίζεται από επίμονη, παρατεταμένη και βαθιά μείωση της. Από τη στιγμή που η μείωση της παραγωγής μειώνει την ικανότητα των δανειζόμενων να αποπληρώσουν τα δάνεια τους, τα μειωμένα εισοδήματα τροφοδοτούν τον αποπληθωρισμό.
Από τη στιγμή που η μείωση των πιστώσεων μειώνει τις νέες επενδύσεις, ο αποπληθωρισμός τροφοδοτεί τη στασιμότητα ή την ύφεση της οικονομίας. Επειδή η πίστωση και η παραγωγή τροφοδοτούν τις αξίες των επενδύσεων, οι τιμές αυτές μειώνονται σε ένα περιβάλλον αποπληθωριστικής ύφεσης. Καθώς οι αξίες των επενδύσεων μειώνονται, οι άνθρωποι χάνουν πλούτο, ο οποίος μειώνει την ικανότητα να δανείσουν, να εξυπηρετήσουν τα δάνεια τους και να υποστηρίξουν την παραγωγή. Το τελικό αποτέλεσμα του αποπληθωρισμού είναι η μείωση της προσφοράς χρήματος και πίστωσης με αποτέλεσμα την οικονομική καταστροφή πολλών επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Αλλά και τα ίδια τα κράτη χάνουν σημαντικά έσοδα από τους φόρους και τις εισφορές. Την κατάσταση αυτή την έζησε η χώρα μας μετά το 2009 για μια δεκαετία.
Και στην κατάσταση αυτή λίγο έλλειψε να βρεθεί και η Ευρώπη, αν το 2012 ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Μάριο Ντράγκι, δεν αναλάμβανε το ρίσκο να παραβιάσει το καταστατικό της ΕΚΤ και να δώσει «φιλί ζωής» στην ευρωπαϊκή οικονομία, παρά τις ζωηρές αντιδράσεις της Γερμανίας και άλλων βόρειων χωρών.
Ας σημειωθεί όμως ότι την περίοδο εκείνη, σοβαρό θετικό ρόλο έπαιξε και η ανοδική πορεία της κινεζικής οικονομίας, η οποία έχοντας υψηλή κατανάλωση συντηρούσε την δυτική παραγωγική μηχανή.
Αυτή η συγκυρία όμως, άρχισε να ανατρέπεται από τη μια μεριά λόγω της ανόδου του Ντόναλντ Τραμπ στο προεδρικό αξίωμα των ΗΠΑ και στην συνέχεια με αφορμή την πανδημία Covid-19. Ο μεν Τραμπ με τις επιθέσεις του κατά της Κίνας και εμμέσως κατά της Ευρώπης, υπονόμευσε σημαντικά την πορεία της παραγωγικής παγκοσμιοποίησης αλλά και αυτή του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, οι δε Κινέζοι άρχισαν να βλέπουν με διαφορετικά κριτήρια την παρουσία και συμμετοχή τους στην παγκόσμια αγορά.
Ξεκίνησε έτσι ένας εμπορικός, παραγωγικός, τεχνολογικός και νομισματικός πόλεμος, μεταξύ Δύσης και Κίνας, το οποίον η Ρωσία προσπάθησε να αξιοποιήσει γεωπολιτικά και ενεργειακά εισβάλλοντας στην Ουκρανία. Και ναι μεν ο πόλεμος αυτός μονιμοποιεί σήμερα τις πληθωριστικές πιέσεις στην Δύση και ιδιαίτερα στην Ευρώπη, έχει όμως και επικίνδυνες δυσάρεστες συνέπειες στην Κίνα.
Η τάση για αποπαγκοσμιοποίηση, δημιουργεί αντιπληθωρισμό στην Κίνα. Έτσι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι τιμές πέφτουν στην Κίνα και αυτό είναι άσχημο νέο για την κινεζική οικονομία. Όταν μια οικονομία «ξεφουσκώνει», οι πάντες υφίστανται τις συνέπειες της πτώσης των τιμών, γιατί οι άνθρωποι δαπανούν λιγότερα χρήματα. Οι πτώσεις των τιμών επηρεάζουν τα εργοστάσια παραγωγής, καθώς πωλούν λιγότερα αγαθά. Αυτό θα επηρεάσει τις θέσεις εργασίας, η μειωμένη ζήτηση και μειωμένη παραγωγή θα οδηγήσει τις επιχειρήσεις σε απολύσεις. Θα αποτραπούν νέες επενδύσεις, πράγμα το οποίο οδηγεί σε μεγαλύτερες μακροχρόνιες απώλειες στην οικονομία.
Ο αποπληθωρισμός της Κίνας δεν συνέβη ξαφνικά, αλλά βρίσκεται σε εξέλιξη από την αρχή του 2023, όταν η Κίνα έθεσε ως στόχο να κρατήσει τον πληθωρισμό στο 3% αλλά απέτυχε, η κυβέρνηση προσπάθησε επίσης να δώσει κάποια κίνητρα, μειώνοντας τα επιτόκια, αλλά και φορολογικά κίνητρα στις επιχειρήσεις, τα οποία όμως φαίνονται ότι δεν αποδίδουν.
Οι επενδύσεις έχουν πέσει σε χαμηλό 25 ετών, ελάχιστα ξένα κεφάλαια επενδύονται πλέον. Οι κινεζικές μετοχές και η αγορά είναι επίσης απρόβλεπτες. Φαίνεται ότι η Κίνα έχει χάσει την αναπτυξιακή ορμή της και το πιο σημαντικό είναι ότι η Κίνα έχει χάσει την εμπιστοσύνη της στον κόσμο. Αυτό έχει ως συνέπεια την αποσύνδεση πολλών επιχειρήσεων από την αγορά της Κίνας κυρίως με την μεταφορά των εγκαταστάσεων παραγωγής στην Ινδία και σε άλλες ασιατικές χώρες για να διαφοροποιηθούν οι αλυσίδες εφοδιασμού. Η τάση της αποσύνδεσης από την οικονομία της Κίνας θα ενταθεί, καθώς πολλές χώρες πλέον αναζητούν ενεργειακή και επισιτιστική ασφάλεια, αλλά και επάρκεια σε στρατηγικής σημασίας, αγαθά και υπηρεσίες για την ασφάλεια των χωρών τους. Καθώς η διαπολιτισμική διαμάχη μεταξύ των ελευθέρων δημοκρατικών χωρών με τις απολυταρχικές χώρες διαφαίνεται ολοένα και περισσότερο, θα υπάρξουν σημαντικές ανακατατάξεις στην παγκόσμια σκακιέρα των οικονομικών και γεωπολιτικών στρατηγικών.
Οι νέες τεχνολογίες θα παίξουν ένα σημαντικό ρόλο σε αυτές τις αλλαγές. Οι χώρες που θα έχουν την πρωτοπορία στην τεχνητή νοημοσύνη, στην τρισδιάστατη εκτύπωση, στα νέα υλικά, στη βιοτεχνολογία, στην κβαντική υπολογιστική κλπ., θα έχουν το προβάδισμα στην χάραξη των νέων στρατηγικών και στην ισχυροποίηση των χωρών τους. Το μεγάλο όμως πρόβλημα που θα απασχολήσει όλες τις χώρες θα είναι η εξασφάλιση πηγών ενέργειας φιλικών προς το περιβάλλον αλλά οικονομικά υποφερτών για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Όποιες χώρες λύσουν αυτό το πρόβλημα θα «αμειφθούν» αναλόγως.
Έως ότου συμβούν όμως όλα όσα προηγούνται ο πληθωρισμός σε επίπεδο από 3 έως 8% θα αποτελεί μια νέα όχι ευχάριστη κανονικότητα.