Η Σιγκαπούρη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σοβαρή πρόκληση. Το ζήτημα μιας επικείμενης επισιτιστικής κρίσης έρχεται στο προσκήνιο προκαλώντας αυξημένες ανησυχίες σε κυβερνητικούς φορείς.
Πιο αναλυτικά, η Σιγκαπούρη, ως μικρό νησιωτικό έθνος, στερείται φυσικών πόρων. Για το λόγο αυτό, εισάγει περισσότερο από το 90% των τροφίμων της από περισσότερες από 170 χώρες. Πρόσφατα, στη συγκεκριμένα χώρα απαγορεύτηκαν οι εξαγωγές κοτόπουλου από τη γειτονική Μαλαισία, από την οποία η Σιγκαπούρη εισάγει το 34% των κοτόπουλων της.
Η χώρα αισθάνεται ήδη, τις επιπτώσεις του αυξανόμενου πληθωρισμού. Οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν κατά 4,1% τον Απρίλιο σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, από 3,3% τον Μάρτιο, σύμφωνα με στοιχεία από το CNBC.
Παγκόσμια κρίση
Οι τιμές των τροφίμων είχαν ήδη, αρχίσει να αυξάνονται σε παγκόσμιο επίπεδο, κατά τη διάρκεια της πανδημίας όμως, ο πόλεμος στην Ουκρανία επιδείνωσε τις πληθωριστικές πιέσεις. Τους τελευταίους έξι μήνες, οι τιμές πρώτων υλών όπως για παράδειγμα, το μαγειρικό λάδι, τα αυγά και το κρέας, έχουν αυξηθεί κατά 30% έως και 45%.
Οι ελλείψεις στα τρόφιμα θα συνεχιστούν βραχυπρόθεσμα, και πιθανώς ακόμη και τα επόμενα ή δύο χρόνια, σύμφωνα με τον Ντιλ Ραούτ, ανώτερο ερευνητή στο Ινστιτούτο της Asian Development Bank. Ομοίως, ο Πολ Τενγκ, επίκουρος ανώτερος συνεργάτης στη σχολή διεθνών σπουδών του S. Rajaratnam, προειδοποίησε ότι ακόμη και μετά το τέλος του πολέμου, οι τιμές των τροφίμων δεν θα επανέλθουν αμέσως στα προπολεμικά επίπεδα.
Υπάρχουν λύσεις;
Η κυβέρνηση της Σιγκαπούρης μπορεί, βραχυπρόθεσμα, να παρέχει δίχτυα ασφαλείας στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα για παράδειγμα, μέσω πληρωμών σε μετρητά ή κουπονιών. Ωστόσο, ο Teng πρόσθεσε ότι μία από τις αδυναμίες της Σιγκαπούρης είναι ότι, παρόλο που προσπαθεί να διαφοροποιήσει τις εισαγωγές της από ένα καλάθι χωρών, εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε μία ή δύο χώρες.
Ειδικότερα, η Σιγκαπούρη εισήγαγε το 48% των κοτόπουλων της από τη Βραζιλία και το 34% από τη Μαλαισία το 2021. Η κυβέρνηση της συγκεκριμένης χώρας μπορεί επίσης, να ενθαρρύνει περισσότερες εγχώριες εταιρείες να καλλιεργήσουν τρόφιμα στο εξωτερικό και να συνάψουν συμφωνίες με άλλες κυβερνήσεις για να διασφαλίσουν ότι τα προϊόντα δεν υπόκεινται σε απαγορεύσεις εξαγωγών.