Όσο ριζοσπαστικές κι αν ακούγονται σήμερα, οι εκκλήσεις για όρια στον πλουτισμό είναι αρχαίες όσο ο ίδιος ο πολιτισμός.
Στην Ελλάδα της κλασσικής αρχαιότητας, ο Αριστοτέλης επαινούσε τις πόλεις που έβαζαν φρένο στην οικονομική ανισότητα προκειμένου να ενισχύσουν την πολιτική σταθερότητα.
Και το 1942, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Φράνκλιν Ρούσβελτ υποστήριξε ότι έπρεπε να μπει πλαφόν στα εισοδήματα ύψους 480.000 σημερινών δολαρίων, υπενθυμίζει ο δικτυακός τόπος του περιοδικού Nature.
Το άρθρο αναφέρεται στο νέο βιβλίο Limitarianism της ολλανδο-βελγίδας οικονομολόγου και φιλοσόφου Ίνγκριντ Ρόμπεϊνς, η οποία υποστηρίζει ότι έχει πλέον έρθει ο καιρός να τεθούν όρια στον πλούτο.
Το βιβλίο εξετάζει τι μπορεί να σημαίνει ένα τέτοιο πλαφόν και γιατί οι κοινωνίες θα πρέπει να το εφαρμόσουν, σε μια εποχή που το πλουσιότερο 1% των Αμερικανών έχει συσσωρεύσει τον ίδιο πλούτο με το υπόλοιπο 90%.
Η Ρόμπεϊνς, η οποία έχει μελετήσει το πώς οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον πλούτο, ξεκινά με μια προκλητική πρόταση, να θέσουν οι κυβερνήσεις όριο περιουσίας στα 10 εκατομμύρια ευρώ ανά άτομο.
Το νούμερο αυτό δεν είναι απόλυτο, προσφέρει όμως μια κατευθυντήρια γραμμή που «πετυχαίνει μια ισορροπία ανάμεσα στο μέγιστο επίπεδο που προτείνουν διαφορετικές ηθικές και πολιτικές απόψεις», λέει η φιλόσοφος.
Σύμφωνα με έρευνές της Ρόμπεϊνς στην Ευρώπη, ένα τέτοιο όριο θα ήταν ευρέως δεκτό από τον πληθυσμό. Σε δημοσκόπηση σε αντιπροσωπευτικό δείγμα Ολλανδών, για παράδειγμα, 9 στους 10 ερωτηθέντες συμφώνησαν ότι μια τετραμελής οικογένεια με περιουσία άνω των 4 εκατ. ευρώ θα έπρεπε να καταταχθεί στους λεγόμενους «super-rich». Σε φτωχότερες χώρες, το όριο θα ήταν αντίστοιχα χαμηλότερο.
Η Ρόμπεϊνς επισημαίνει ότι ο ακραίος πλούτος «συχνά συνδέεται με ανήθικες ή εγκληματικές πρακτικές», όπως η εκτεταμένη φοροδιαφυγή μεταξύ των πλουσίων και των επιχειρήσεών τους.
Υπενθυμίζει επίσης ότι οι σημερινές οικονομικές ανισότητες έχουν ως ένα βαθμό τη ρίζα τους σε πρακτικές όπως η δουλεία ή οι στρατιωτικές κατακτήσεις –ένα επιχείρημα που αναγνωρίζουν πολλοί ιστορικοί.
Σύμφωνα με τη Ρόμπεϊνς, οι κοινωνίες θα είχαν πολλά να κερδίσουν βάζοντας όρια στον πλούτο. Παρόλο που πολλοί άνθρωποι μπορεί να διαφωνούν για το κατά πόσο οι πρακτικές της αγοράς είναι δίκαιες, οι περισσότεροι θα αναγνώριζαν την αξία ενός υγιούς δημοκρατικού συστήματος ή της παροχής ίσων ευκαιριών για όλους.
Δυσανάλογη εξουσία
Σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζουν τα λεγόμενα trickle-down economics, η βιβλιογραφία των Οικονομικών δείχνει ότι η συσσώρευση πλούτου στην ανώτερη κοινωνική βαθμίδα μειώνει τους διαθέσιμους πόρους που θα μπορούσαν να σώσουν τις κατώτερες βαθμίδες από τη φτώχεια.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, λέει η Ρόμπαϊνς, μελέτες έχουν δείξει πώς η δημοκρατία υπονομεύεται από τη δυσανάλογη πολιτική ισχύ που έχουν αποκτήσει οι μεγιστάνες των ΜΜΕ, οι δισεκατομμυριούχοι ιδρυτές φιλανθρωπικών οργανισμών και οι πλούσιοι δωρητές κιμμάτων.
Η υπερσυσσώρευση πλούτου περιορίζει τις δυνατότητες των κυβερνήσεων να επενδύουν σε δημόσια αγαθά όπως η παιδεία, η υγεία και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Και οι υποσχέσεις περί αξιοκρατίας απειλούνται όταν η οικονομική ανισότητα κληροδοτείται από μια γενιά στην επόμενη.
Οι προτάσεις της Ρόμπεϊνς συνεχίζουν το έργο άλλων οικονομολόγων και φιλοσόφων και περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων μεγαλύτερο λόγο των εργαζομένων στις λήψεις στρατηγικών αποφάσεων για τις επιχειρήσεις, καθώς και μέτρα πρόληψης της φοροδιαφυγής.
Ψηλά στην ατζέντα του «limitarianism» θα ήταν και η θέσπιση ορίου για τις κληρονομιές, οι οποίες σύμφωνα με την Ρόμπεϊνς θα έπρεπε να τεθεί στα 200.000 ευρώ ανά άτομο συνολικά διά βίου.
Ο πλούτος που θα συλλεγόταν χάρη σε ένα τέτοιο μέτρο θα μπορούσαν να αναδιανέμονται στους νεότερους πολίτες έτσι ώστε να μπορούν όλοι «να ξεκινούν την ενήλικη ζωή τους χωρίς να ανησυχούν υπερβολικά για το πώς θα τα βγάλουν πέρα» λέει η συγγραφέας.
Υπόψη πρέπει επίσης να ληφθούν οι οικολογικές διαστάσεις της συσσώρευσης πλούτου σε έναν πλανήτη με πεπερασμένους πόρους. Στο κεφάλαιο που αφιερώνει στο ζήτημα, η Ρόμπεϊνς γράφει ότι ο πλεονάζων πλούτος θα μπορούσε για παράδειγμα να διατεθεί σε παγκόσμια προβλήματα όπως η κλιματική κρίση.
Υποστηρίζει μάλιστα ότι θα ήταν πιο εύκολο, από πολιτική και διοικητική άποψη, να τεθούν όρια στον πλουτισμό αντί στην κατανάλωση πόρων.
Το Nature σχολιάζει ωστόσο ότι «άλλοι μπορεί να θεωρήσουν τις πολιτικές που προτείνει η συγγραφέας ως εξίσου δύσκολο να εφαρμοστούν. Το δύσκολο ερώτημα του πώς θα εφαρμόζονταν τέτοια όρια σε όλο και πιο πολωμένα και ανταγωνιστικά εκλογικά συστήματα παραμένει ανοιχτό».
Το άρθρο κλείνει υπενθυμίζοντας ότι η γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη προβλέπει στο πρώτο άρθρο της ότι «οι κοινωνικές διακρίσεις πρέπει να βασίζονται μόνο στο κοινό καλό».
Σε μια εποχή που δείχνει να ορίζεται από τους δισεκατομμυριούχους, είναι ώρα να ξεκινήσει ο δημόσιος διάλογος για το πότε η συσσώρευση πλούτου παύει να εξυπηρετεί το συλλογικό συμφέρον.
Το βιβλίο της Ρόμπεϊνς είναι μια αρχή.