Τους λόγους για τους οποίους αρκετές ευρωπαϊκές και αμερικανικές εταιρείες εξακολουθούν να λειτουργούν στη Ρωσία, παρά την εισβολή στην Ουκρανία, αναλύει σε άρθρο του το Politico, εξηγώντας ότι, με τον πόλεμο να συνεχίζεται, αρκετές επιχειρήσεις καλούνται να σταθμίσουν τους ηθικούς κινδύνους μιας τέτοιας απόφασης.
Σύμφωνα με τη Δύση, ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί την πλέον ξεκάθαρη σύγκρουση μεταξύ καλού και κακού στον κόσμο εδώ και δεκαετίες. Από αυτήν την άποψη, επιχειρήσεις με εκατομμύρια ευρώ επενδύσεων στη Ρωσία δεν έχουν μέρος να κρυφτούν.
Ο ίδιος ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι έχει ζητήσει την αποχώρηση δυτικών εταιρειών από τη Ρωσία. «Αφήστε αυτήν την αγορά που είναι ποτισμένη με το αίμα μας» είπε μιλώντας στο Κογκρέσο στις 16 Μαρτίου, αίτημα που επανέλαβε μιλώντας στη βουλή τόσο της Γερμανίας όσο και της Γαλλίας.
Πολλές εταιρείες συνεχίζουν τις δραστηριότητες στη Ρωσία
Παρόλα αυτά, αναφέρει το δημοσίευμα, πολλές εταιρείες τόσο από την Ευρώπη όσο και από τις ΗΠΑ συνεχίζουν να λειτουργούν, ενώ παρότι κάποιες βιώνουν τη διεθνή καταδίκη επιμένουν ότι έχουν δίκιο για την απόφασή τους να παραμείνουν στη Ρωσία.
Το Politico διερωτάται αν αυτές οι εταιρείες υπονομεύουν την δυτική προσπάθεια και τις κυρώσεις που έχουν σχεδιαστεί ως μοχλός πίεσης προς τη Μόσχα, για να τερματίσει την εισβολή, αν αποφάσισαν να συνεχίσουν να εισπράττουν ρούβλια για να αυξήσουν τα κέρδη τους, ή αν υπάρχουν ηθικά ορθοί -και οικονομικά βολικοί- λόγοι για τους οποίους το μποϊκοτάρισμα της Ρωσίας του Πούτιν θα ήταν μία λάθος προσέγγιση.
«Ο τρόπος με τον οποίο οι επιχειρήσεις και οι πολιτικοί ηγέτες απαντούν σε αυτές τις ερωτήσεις, είναι πιθανό να διαμορφώσει τις μακροπρόθεσμες οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου για τη Ρωσία, την Ουκρανία και τον υπόλοιπο κόσμο» αναφέρει το δημοσίευμα.
Πάνω από 400 εταιρείες έχουν αναστείλει τις δραστηριότητες στη Ρωσία
Από τις 24 Φεβρουαρίου, οπότε και ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία, πάνω από 400 δυτικές εταιρείες έχουν σταματήσει ή αναστείλει τις δραστηριότητές τους στη Ρωσία, σύμφωνα με καταμέτρηση του πανεπιστημίου Γέιλ. Μερικές από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές παγκοσμίως, αναγκάστηκαν σε δημόσιες και ιδιαίτερα ντροπιαστικές ανακλήσεις, καθώς αρχικά επέλεξαν να συνεχίσουν τους εμπορικούς τους δεσμούς με τη Μόσχα.
Ο ολλανδικός ενεργειακός κολοσσός Shell αγόρασε πετρέλαιο με έκπτωση από τη Ρωσία, προκαλώντας διεθνή κατακραυγή. Τελικώς, αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι έκανε λάθος, ζήτησε συγγνώμη και ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Σταδιακό «λουκέτο» στα καταστήματά της στη Ρωσία ανακοίνωσε και η γαλλική εταιρεία πετρελαίου TotalEnergies, που δέχθηκε μεγάλη κριτική για τη συνεργασία της με ρωσικές εταιρείες.
Σύμφωνα με τον Μπιλ Μπράουντερ, επικεφαλής της διεθνούς καμπάνιας για τα ανθρώπινα δικαιώματα Global Magnitsky Justice Campaign, οι εταιρείες που εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στη Ρωσία «πρέπει να αποσυρθούν το συντομότερο δυνατόν. Αν όχι, θα πρέπει να μποϊκοτάρονται στη Δύση. Τα κέρδη πάνω από την εθνική ασφάλεια είναι απαράδεκτα».
Γιατί Bayer και BASF συνεχίζουν τις δραστηριότητές τους
Ωστόσο, αναφέρει το Politico, για εταιρείες που έχουν επενδύσει μεγάλο μερίδιο στη Ρωσία, μια τέτοια απόφαση δεν είναι πάντα απλή. Σε ορισμένες περιπτώσεις, κάποιες επιχειρήσεις υποστηρίζουν ότι πρέπει να παραμείνουν, καθώς αποχωρώντας, θα προκαλούσαν σοβαρή ζημία σε αθώους Ρώσους πολίτες. Ο επικεφαλής της MKO Business and Human Rights Resource Centre Φιλ Μπλούμερ υποστήριξε ότι ένα τέτοιο επιχείρημα είναι θεμιτό. «Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αποφεύγουν να προκαλούν ουσιαστική ζημία στον πληθυσμό», είπε.
Το συγκεκριμένο επιχείρημα χρησιμοποιούν ορισμένες δυτικές εταιρείες αγροδιατροφής για να παραμείνουν προς το παρόν ανοιχτές στη Ρωσία. Η γερμανική εταιρεία BASF ανακοίνωσε ότι θα συνεχίσει τις παραδόσεις αγαθών που είναι απαραίτητα «για την αποφυγή της πείνας», δηλαδή σπόρους, φυτοφάρμακα και λιπάσματα.
Παράλληλα, ο γερμανικός κολοσσός Bayer ανακοίνωσε ότι διατηρεί ζωτικής σημασίας επιχειρηματικές δραστηριότητες σε Ρωσία και Λευκορωσία, υποστηρίζοντας ότι δεν μπορεί να στερήσει «βασικά προϊόντα υγείας και γεωργίας από τον άμαχο πληθυσμό», καθώς αυτό «θα πολλαπλασίαζε τον συνεχιζόμενο φόρο του πολέμου στην ανθρώπινη ζωή».
Οι εταιρείες που διακόπτουν τις ρωσικές τους δραστηριότητες, εξακολουθούν αν έχουν καθήκον να φροντίσουν τους εργαζομένους τους και να σέβονται τα δικαιώματά τους, επισημαίνει η Ανίτα Ραμασάστρι, μέλος της Ομάδας Εργασίας για τις Επιχειρήσεις και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του ΟΗΕ. Όπως είπε, οι εταιρείες παίρνουν γρήγορα τέτοιες αποφάσεις χωρίς να σκέφτονται τις βλάβες που μπορεί να προκαλέσουν.
Επικαλούνται την προστασία των εργαζομένων τους
Η δανική ζυθοποιία Carlsberg επιχειρεί να τετραγωνίσει τον κύκλο. Από τη μία αποφάσισε να σταματήσει την πώληση των επώνυμων προϊόντων της στη Ρωσία, ωστόσο θα διατηρήσει τη ρωσική ζυθοποιία Baltika «ως ξεχωριστή επιχείρηση, με στόχο τη στήριξη των εργαζομένων και των οικογενειών» τους. Η γαλλική αλυσίδα σούπερ μάρκετ Auchan και ο όμιλος καλλυντικών Yves Rocher υποστηρίζουν ότι πρέπει να παραμείνουν στη Ρωσία για χάρη των εργαζομένων, των προμηθευτών και των πελατών τους, παρότι η απόφασή τους προκάλεσε έντονη δυσφορία στο κοινό.
Σύμφωνα με τον Αντουάν Μαντλίν, από τη ΜΚΟ της Διεθνούς Ομοσπονδίας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, το να ισχυρίζεται κάποιος ότι νοιάζεται για τους εργαζομένους δεν μπορεί να γίνει δικαιολογία για να συνεχίσει να κερδίζει χρήματα. «Δεν αρκεί να ισχυρίζεσαι ότι μένεις για να προστατεύσεις τους υπαλλήλους ή τους τοπικούς πληθυσμούς. Πρέπει να παρέχεις δημόσια αποδεικτικά στοιχεία ότι έχεις εφαρμόσει ισχυρά και κατάλληλα μέτρα και ότι η απόσυρση των δραστηριοτήτων θα έκανε περισσότερο καλό παρά κακό».
Μέχρι στιγμής, μόλις 9% των 208 εταιρειών που δραστηριοποιούνται σε κίνα και Ουκρανία και μετέχουν στην έρευνα έχουν δώσει δημόσιες απαντήσεις για τέτοια ζητήματα.
Δύσκολοι υπολογισμοί για τις επιχειρήσεις
Την ίδια ώρα, με τον πόλεμο να μαίνεται, οι υπολογισμοί των επιχειρήσεων γίνονται πιο περίπλοκοι και πιο σύνθετοι. Μακροπρόθεσμα, οι εταιρείες που θα παραμείνουν στην Κίνα, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις των αποφάσεών τους.
Για παράδειγμα, ο πετρελαϊκός τομέας της ΕΕ εξακολουθεί να είναι απαλλαγμένος από κυρώσεις σε μεγάλο βαθμό. Ωστόσο θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι τροφοδοτεί τον πόλεμο του Πούτιν. Ήδη, πολλοί μιλούν για εγκλήματα πολέμου στην Ουκρανία και ως εκ τούτου οι νομικοί κίνδυνοι συνενοχής επεκτείνονται δυνητικά και στις επιχειρήσεις.
Παράλληλα, υπάρχουν και πρακτικά ζητήματα. Για παράδειγμα, πώς οι εταιρείες θα μπορούν να χρηματοδοτούν τις ρωσικές δραστηριότητές τους τώρα που το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας σχεδόν έχει αποσυνδεθεί από τη Δύση. Οι ξένες επιχειρήσεις χρειάζονται την έγκριση της Ρωσίας για να μεταφέρουν περιουσιακά στοιχεία στο εξωτερικό.
Δύσκολα είναι και τα θέματα που αφορούν τις μεταφορές, αφού οι αεροπορικές εμπορευματικές μεταφορές μειώνονται σημαντικά, ενώ γίνεται λόγος για ευρωπαϊκά λιμάνια που είναι κλειστά σε ρωσικά πλοία. Παράλληλα, το νομικό σύστημα της Ρωσίας θεωρείται εμπόδιο για ξένες επιχειρήσεις και επενδυτές, ενώ η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης τίθεται υπό αμφισβήτηση. Διευθυντές ξένων εταιρειών με ρωσικά υποκαταστήματα αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο υλάκισης έως και 10 ετών, αν παραβιάσουν τους τοπικούς κανονισμούς.
Τέλος, καταλήγει το Politico, ανεξάρτητα από τα ηθικά διλήμματα, για πολλές εταιρείες, η πραγματικότητα του επιχειρείν στη Ρωσία μπορεί να αποδειχθεί δύσκολη.