Νέο «χτύπημα» στην προσπάθεια ενίσχυσης της τραπεζικής διαφάνειας δέχεται η Credit Suisse, μετά την απόφαση της Ελβετίας να ξεκινήσει ποινική έρευνα εις βάρος του ανθρώπου που αποκάλυψε ότι στο πελατολόγιο της τράπεζας συγκαταλέγονται έμποροι ναρκωτικών, ολιγάρχες κι άλλα «αμφισβητούμενα» πρόσωπα.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Ελβετίας επιβεβαίωσε ότι έχει πράγματι ξεκινήσει έρευνα, προκειμένου να εξακριβώσει αν τελέστηκαν πράξεις εταιρικής κατασκοπίας και παραβίασης του τραπεζικού απορρήτου, μετά τη διαρροή των στοιχείων 18.000 διαφορετικών λογαριασμών, συνολικού ύψους 100 δισ. δολαρίων.
Η κίνηση της Βέρνης έρχεται να υπενθυμίσει την αυξάνουσα σημασία που προσδίδει η Ελβετία στην προστασία της τραπεζικής εχεμύθειας -μια αρχή, η οποία προστατεύεται από το ποινικό δίκαιο της χώρας.
Από την άλλη πλευρά, η εν εξελίξει έρευνα επαναφέρει στο προσκήνιο την έντονη κριτική που δέχεται η ευρωπαϊκή χώρα, όσον αφορά το status quo των τραπεζών. Κι αυτό, διότι οι αρχές επιλέγουν να ερευνήσουν τον άνθρωπο που έκανε τη διαρροή και όχι τους πελάτες της Credit Suisse, οι οποίοι έγιναν πλούσιοι από εγκληματικές δραστηριότητες.
Η Credit Suisse, όταν δημοσιεύθηκε η διαρροή, έσπευσε να διαβεβαιώσει ότι το 90% των επίμαχων λογαριασμών έχουν ήδη κλείσει ή αναμένεται να κλείσουν το επόμενο διάστημα. Ωστόσο, το πλήγμα που δέχθηκε στην αξιοπιστία της, ήταν ήδη μεγάλο, εντείνοντας τα προβλήματα που κορυφώθηκαν στο δ’ τρίμηνο του 2022.