Ο Φρίντριχ Μερτς, ένας πολιτικός με σκληρή στάση στο μεταναστευτικό και επί σειρά ετών αντίπαλος της Άνγκελα Μέρκελ, θεωρείται το φαβορί για να γίνει ο επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας. Το κόμμα του, η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), προηγείται στις δημοσκοπήσεις μαζί με το αδελφό κόμμα, τη Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CSU), λίγες ημέρες πριν τις ομοσπονδιακές εκλογές.
Τον Σεπτέμβριο του 2023, ο Μερτς εξελέγη ως ο υποψήφιος καγκελάριος της CDU για τις εκλογές του 2024, έχοντας ήδη ηγηθεί του κόμματος και της κοινοβουλευτικής ομάδας CDU/CSU της αντιπολίτευσης από το 2022. Η CSU, η οποία κυριαρχεί επί δεκαετίες στην πολιτική σκηνή της Βαυαρίας, σχηματίζει παραδοσιακά εκλογική συμμαχία με τη CDU σε ομοσπονδιακό επίπεδο.
Από την πολιτική στον επιχειρηματικό κόσμο
Πριν ασχοληθεί με την πολιτική, ο 69χρονος Μερτς σπούδασε νομική και εργάστηκε αρχικά ως δικαστής και αργότερα ως δικηγόρος στη δικηγορική εταιρεία Mayer Brown LLP. Έχει επίσης διατελέσει σε ηγετικές θέσεις σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, όπως η BlackRock Germany και η HSBC Trinkaus & Burkhardt, ενώ υπήρξε μέλος των διοικητικών συμβουλίων της EY Germany, της ποδοσφαιρικής ομάδας Borussia Dortmund και του Χρηματιστηρίου της Φρανκφούρτης (Deutsche Börse).
Ο Μερτς είναι παντρεμένος και έχει τρία παιδιά. Είναι γνωστό ότι αγαπάει τα αεροπλάνα, καθώς διαθέτει δύο ιδιωτικά αεροσκάφη, τα οποία πιλοτάρει ο ίδιος στον ελεύθερο χρόνο του.
Σύμφωνα με το CNBC, η πολιτική του καριέρα ξεκίνησε από νεαρή ηλικία, καθώς έγινε μέλος της CDU όταν ήταν ακόμα μαθητής, ενώ στη συνέχεια ανέλαβε επικεφαλής της νεολαίας του κόμματος σε τοπικό επίπεδο. Το 1989 εξελέγη ευρωβουλευτής, θέση που διατήρησε για πέντε χρόνια, προτού περάσει στο Bundestag, όπου παρέμεινε για 15 χρόνια.
Η κόντρα με τη Άνγκελα Μέρκελ
Στη δεκαετία του 2000, ο Μερτς ήρθε σε σύγκρουση με την Άνγκελα Μέρκελ, καθώς οι δύο πολιτικοί ανταγωνίζονταν για την ηγεσία της CDU αλλά και για την καθοδήγηση της κοινοβουλευτικής ομάδας CDU/CSU. Το 2000, ανέλαβε αρχικά επικεφαλής της ομάδας, ενώ αργότερα διετέλεσε αναπληρωτής πρόεδρος.
Το 2004 παραιτήθηκε από την ηγεσία της κοινοβουλευτικής ομάδας, με πολλούς αναλυτές να ερμηνεύουν την απόφασή του ως υποχώρηση μπροστά στην αυξανόμενη επιρροή της Μέρκελ. Οι εντάσεις μεταξύ των δύο δεν έχουν εκλείψει, με την πρώην καγκελάριο να κατακρίνει τον Μερτς μόλις τον περασμένο μήνα για τη συνεργασία του CDU με την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) σε κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες.
Ο Μερτς ακολουθεί την παραδοσιακή κεντροδεξιά γραμμή της CDU, συνδυάζοντας κοινωνικά συντηρητικές θέσεις με μια φιλοεπιχειρηματική πολιτική. Έχει ταχθεί υπέρ της μείωσης της φορολογίας για τα φυσικά πρόσωπα και τις επιχειρήσεις, καθώς και της απλοποίησης των γραφειοκρατικών διαδικασιών για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας. Παράλληλα, έχει δηλώσει ότι επιθυμεί να καταστήσει τη Γερμανία πιο ελκυστική για startups και προτείνει τη δημιουργία νέου υπουργείου που θα επικεντρώνεται στον ψηφιακό μετασχηματισμό και την τεχνητή νοημοσύνη.
Ένα ακόμη ζήτημα στο οποίο έχει διαφοροποιηθεί από το υφιστάμενο πλαίσιο είναι το λεγόμενο «δημοσιονομικό φρένο» της Γερμανίας, το οποίο περιορίζει το έλλειμμα του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού. Ο Μερτς έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο μεταρρύθμισης του νόμου αυτού, προκειμένου να δοθεί μεγαλύτερη ευελιξία στη δημοσιονομική πολιτική.
Εξωτερική πολιτική και μεταναστευτικό
Σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, ο Μερτς έχει ζητήσει ισχυρότερη ηγετική παρουσία της Γερμανίας στην Ευρώπη. Στη διάσκεψη ασφαλείας του Μονάχου, δήλωσε ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία πρέπει να τελειώσει σύντομα και άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο περαιτέρω αποστολής όπλων στο Κίεβο.
Ωστόσο, έχει αποφύγει να τοποθετηθεί ξεκάθαρα για την αμυντική πολιτική της χώρας και το ζήτημα της αύξησης των δαπανών των χωρών του ΝΑΤΟ. Το πιο αμφιλεγόμενο σημείο της πολιτικής του ατζέντας είναι το μεταναστευτικό. Ο Μερτς υποστηρίζει αυστηρότερους συνοριακούς ελέγχους, ενίσχυση των απελάσεων και μεγαλύτερη ασφάλεια. Έχει κατηγορήσει τη σημερινή κυβέρνηση ότι διαχειρίζεται με χαλαρό τρόπο το άσυλο και τη μετανάστευση, συνδέοντας το ζήτημα με περιστατικά βίας που αποδίδει σε άτομα που βρίσκονταν στη διαδικασία απέλασης.