Του Χρήστου Υφαντή
Πρόκειται για την πλήρη και απόλυτη μεταμόρφωση ενός κυβερνητικού (με τις πλάτες Καμμένου) κινηματικού αριστεροδεξιού μορφώματος ιδεοληπτικών της εξουσίας και εμμονικών της αριστεροπαλαβομάρας σε ένα κανονικό, με όλους τους τύπους, fake και ψεκασμένο κομματικό ρετάλι, που θα ανταγωνίζεται σκληρά τον Βελόπουλο και θα παλεύει για την αυθεντία της woke πολιτικής έκφρασης με τον Νατσιό και τους Σπαρτιάτες.
Ο κεκαλυμμένος πολακικός αριστερισμός που προβάλλεται ως η φυσιολογική διάδοχη κατάσταση του κυβερνητικού τσιπρισμού με την επίφαση της λαϊκότητας και της δήθεν υπεράσπισης «των δικαίων του λαού» είναι το τυράκι για να τσιμπήσει ένα πόπολο που έλκεται συστηματικά από μια αντιδεξιά συνωμοσιολογία και το συνέχει, ως μυελός των οστών, ένας ιστορικός αντιμητσοτακισμός.
Υποθέσεις, όπως το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, η γραφικότητα των «υποκλοπών» και η υπεράσπιση των «δικαίων» του λαού, στο πλαίσιο των οποίων έχουν θεριέψει όλες οι θεωρίες συνομωσίας και «απαιτούν» απαντήσεις όλες οι διαθέσιμες παλαβομάρες, είναι η καύσιμη ύλη για να συγκροτηθούν οι νέες κομματικές δομές και να αποκτήσουν πολιτική υπόσταση ακραίες αντισυστημικές κραυγές, που επενδύουν σε μια περίεργη λαϊκή αποδοχή.
Η εκπαραθύρωση από τον 7ο όροφο της Κουμουνδούρου των τελευταίων υπολειμμάτων της περιόδου Τσίπρα θεωρείται από καιρού δεδομένη, παρά τις φρούδες ελπίδες μερικών θεωρητικών τους αριστερού ηθικού πλεονεκτήματος που αδυνατούν να εκσυγχρονίσουν την σκέψη τους κι έχουν απομείνει να ζουν με τις αναμνήσεις του Λεωνίδα Κύρκου και του Μπάμπη Δρακόπουλου.
Στον σημερινό, κατ΄επίφαση, ΣΥΡΙΖΑ ουδείς ασχολείται με την Όλγα Γεροβασίλη και την παρέα της από κομματικά και βουλευτικά «παρατράγουδα», όλοι έχουν προεξοφλήσει την αποχώρηση τους και μάλιστα ΄πριν το Συνέδριο του Οκτωβρίου, ώστε να μην αναγκαστούν να υποστούν την βάσανο της αποπομπής και να εγγράψουν στο ενεργητικό τους την αποχώρηση τους «καθολικών διαμαρτυρόμενοι».
Την ίδια οδό πρόκειται να ακολουθήσει πολύ σύντομα και η ομάδα του Νίκου Παππά, για τις τύχες της οποίας εντός της Κουμουνδούρου έγινε μεγάλη κουβέντα μεταξύ των πραιτωριανών του Κασσελάκη, προεξάρχοντος του κ. Πολάκη, και αποφασίστηκε σε δεύτερο χρόνο να οδηγηθεί και ο «γιος της δρακογενιάς» στην αποχώρηση, καθώς «την προδοσία πολλοί αγάπησαν, τον προδότη ουδείς» και ο κ. Παππάς κρίθηκε «επικίνδυνος προδότης» για να αφεθεί ελεύθερος και ανεμπόδιστος να κυριαρχήσει οργανωτικά στο κόμμα και να ελέγξει την μεταμόρφωση του.
Το κεντρικό πρόσωπο όλων αυτών των εξελίξεων είναι ο διάσημος κ. Παύλος Πολάκης, στην δήθεν λαϊκότητα και την δήθεν αυθεντικότητα του οποίου ένας ολόκληρος ανέστιος κόσμος που δεν περνάει καλά σε ένα θεσμικό ΣΥΡΙΖΑ αναζητεί την πολιτική έκφραση που θα του επιτρέψει να μεταβληθεί σε ιστορικό υποκείμενο και να έρθει στο προσκήνιο διεκδικώντας, όπως πιστεύει, κυβερνητική προοπτική.
Συνεπικουρούμενος από την στενότατη συνεργάτιδα του κ. Τζάκρη, ο «διαγραμμένος προσωρινά, αλλά πανταχού παρών και τα πάντα πληρών» Παυλάρας (καμία σχέση με τον τεράστιο Αυλωνίτη στο «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο») ελέγχει πλήρως τον ΣΥΡΙΖΑ, επιβάλλει την προσωπική του πολιτική ατζέντα, εγγράφει υποθήκες «επαναστατικής αυθεντίας» απέναντι σε «προκυνημένους και Νενέκους» της εγχώριας αριστεράς και, στην ουσία, σημαδεύει από τώρα τον ίδιο τον Στέφανο Κασσελάκη.
Για τον κ. Πολάκη και τους συνοδοιπόρους του εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ, ο Στέφανος Κασσελάκης αποτελεί το τελευταίο εμπόδιο για την οριστική κατάληψη των «χειμερινών ανακτόρων» της Κουμουνδούρου, στην ηγεσία της οποίας ο εκ Χανίων ορμώμενος πολιτικός, με μια έμφυτη απέχθεια στις εμφανίσεις στο δικαστήριο για να δικαστεί), φιλοδοξεί να αναρριχηθεί πριν τις επόμενες εκλογές, ώστε αυτός να διεκδικήσει απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη την ηγεσία της αντιπολίτευσης, ειδικά από την ώρα που το ΠΑΣΟΚ έχει βυθιστεί στην γραφικότητα και κινδυνεύει άμεσα με μια βουβή πλην καταστροφική διάσπαση.
Ο κ. Πολάκης έχει αναγνώσει ορθά την πλήρη αποτυχία του εγχειρήματος της δήθεν «μεγάλης κεντροαριστεράς», από την ώρα που αυτή έχει εγκλωβιστεί στις προσωπικές φιλοδοξίες μερικών αυθαίρετων της σοσιαλδημοκρατίας, υποθέτει βάσιμα πως ο κατακερματισμός του χώρου που θα συνεχιστεί θα τροφοδοτήσει τις θεωρίες συνωμοσιολογίας και τις ψεκασμένες προσεγγίσεις των εξελίξεων, άρα λογικά πιστεύει ότι θα παίξει το παιχνίδι «στο δικό του γήπεδο» κι εκεί δεν μπορεί να χάσει από κάτι Ανδρουλάκηδες ή Δούκες. Μόνο η προοπτική της Διαμαντοπούλου τον φοβίζει.