Εκτός από την ανυπολόγιστη ανθρωπιστική καταστροφή, ο πόλεμος στην Ουκρανία επιταχύνει ριζικές αλλαγές που είχαν ήδη δρομολογηθεί στην παγκόσμια οικονομία.
Εξελίξεις που πυροδοτήθηκαν από την ένταση στις σχέσεις ΗΠΑ- Κίνας, τη δράση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τα μέτρα για το περιορισμό της πανδημίας του Covid-19.
Όπως καταγράφει έρευνα του Economist Intelligence Unit (The EIU):
• Θα επιταχύνει τις προσπάθειες δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για τη βελτίωση της επισιτιστικής ασφάλειας.
• Η επένδυση που απαιτείται για τη μείωση της εξάρτησης της Ευρώπης από τη ρωσική ενέργεια θα επηρεάσει τη χρηματοδότηση σε επενδύσεις για καθαρή ενέργεια στις αναπτυσσόμενες χώρες.
• Οι γεωπολιτικές εντάσεις γύρω από την τεχνολογία ( που ήταν, ήδη, κεντρικής σημασίας στον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας) εντείνονται.
Τοπικές αλυσίδες εφοδιασμού
Ο πόλεμος στην Ουκρανία θα παρατείνει τις διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασμού που ξεκίνησαν από τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ – Κίνας και επιδεινώθηκαν από την πανδημία. Οι εταιρείες σε κλάδους όπως η αυτοκινητοβιομηχανία δέχονται όλο και μεγαλύτερη πίεση να μειώσουν τις αποστάσεις στις αλυσίδες εφοδιασμού τους και να ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους σε τέτοιες διαταραχές. Αυτό μπορεί να σημαίνει αύξηση των αποθεμάτων σε βασικά εξαρτήματα, μεγαλύτερες επενδύσεις σε τοπικούς παραγωγούς/ προμηθευτές και περιoρισμό του μοντέλου παραγωγής “ακριβώς στην ώρα” (just-in-time production, JIT production). Το μοντέλο παραγωγής just-in-time production, που αναπτύχθηκε αρχικά στην Ιαπωνία, χρησιμοποιείται κυρίως σε μεγάλες εταιρείες με σύνθετα προϊόντα και προβλέπει ότι οι πρώτες ύλες ή τα εξαρτήματα παραδίδονται ακριβώς στην απαιτούμενη ποσότητα όταν χρειάζονται στη διαδικασία παραγωγής.
Καθώς οι αυτοκινητοβιομηχανίες επενδύουν ήδη σε μεγάλο βαθμό σε τοπικές μονάδες παραγωγής ηλεκτρικών οχημάτων (EV) και μπαταριών επιταχύνοντας τη μετάβαση στα πράσινα οχήματα, υπάρχει η ευκαιρία να αναπτυχθούν νέα δίκτυα προμηθευτών πιο κοντά στα εργοστάσια συναρμολόγησης, συχνά με στήριξη από κρατικά επενδυτικά κίνητρα.
Πιο βιώσιμες πολιτικές για τα τρόφιμα
Ο πόλεμος στην Ουκρανία θα διατηρήσεις υψηλές τις τιμές καυσίμων και εμπορευμάτων για το μεγαλύτερο μέρος του έτους. Ο πόλεμος αναγκάζει αρκετές κυβερνήσεις να επανεξετάσουν τις πολιτικές τους στους τομείς της αγροτικής παραγωγής και των τροφίμων, όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και στη Μέση Ανατολή, Σιγκαπούρη και Κίνα.
Ορισμένες χώρες της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, προσπαθούν να μειώσουν το μερίδιο των γεωργικών προϊόντων που χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφές, να μειώσουν την κατανάλωση κρέατος και να διαδώσουν εναλλακτικά προϊόντα πρωτεΐνης. Με περίπου το 60% των δημητριακών της Ε.Ε να πηγαίνει σε ζωοτροφές, μία τέτοια πολιτική θα βοηθήσει στην θωράκιση της περιοχής από τα σοκ της παγκόσμιας προσφοράς.
Θα βοηθήσει επίσης να επιτευχθούν οι στόχοι βιωσιμότητας, μειώνοντας το υψηλό επίπεδο εκπομπών μεθανίου από τα ζώα. Η Μέση Ανατολή, εντωμεταξύ, είναι πιθανό να αυξήσει τις επενδύσεις της στη γεωργία και την αγροτική παραγωγή, μειώνοντας παράλληλα την κατανάλωση νερού. Όλα αυτά θα δημιουργήσουν νέες ευκαιρίες στις εταιρείες τεχνολογίας τροφίμων και εναλλακτικών πρωτεϊνών, οι οποίες αναμένεται να λάβουν κρατική προσοχή και κεφάλαια.
Ενεργειακή μετάβαση πολλών ταχυτήτων
Τα κράτη της Ευρώπης επιδιώκουν να διαφοροποιήσουν τον ενεργειακό τους εφοδιασμό, και αυτό θα απαιτήσει μεγάλες επενδύσεις για την αύξηση των εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Σημαίνει, επίσης, επενδύσεις σε μεγαλύτερη ενεργειακή απόδοση και σε συστήματα μόνωσης. Παράλληλα, ενδέχεται να καθυστερήσουν τα σχέδια για το κλείσιμο ή τη σταδιακή κατάργηση των πυρηνικών και λιγνιτικών εργοστασίων παραγωγής ενέργειας. Συνεπάγεται, επίσης, σημαντικές δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ακόμη και όταν οι κυβερνήσεις διευρύνουν τους αμυντικούς προϋπολογισμούς τους και οι τιμές των εμπορευμάτων εκτινάσσονται στα ύψη.
Όλα αυτά θα δυσκολέψουν τις ανεπτυγμένες χώρες να παρέχουν οικονομική υποστήριξη για την ενεργειακή μετάβαση στις αναδυόμενες οικονομίες—υποστήριξη που ήδη υπολείπεται των δεσμεύσεων. Σαν αποτέλεσμα, οι αναδυόμενες οικονομίες θα συνεχίσουν να επενδύουν στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα. Ο πόλεμος Ουκρανίας-Ρωσίας θα διευρύνει, έμμεσα, τις ανισότητες στην ενεργειακή μετάβαση μεταξύ αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών.
Η χρήση των νομισμάτων ως «όπλων»
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους έχουν καταφύγει σε πρωτοφανείς οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, που περιλαμβάνουν το πάγωμα των κρατικών αποθεματικών, εξωεδαφικές απαγορεύσεις χρήσης νομισμάτων, κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων και ποινές για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Έχουν επίσης επιβάλλει τον αποκλεισμό ορισμένων ρωσικών τραπεζών από την Εταιρεία Παγκόσμιων Διατραπεζικών Χρηματοοικονομικών Συναλλαγών (SWIFT), το ασφαλές σύστημα ανταλλαγής μηνυμάτων που χρησιμοποιούν οι τράπεζες για να εκτελούν διεθνείς πληρωμές. Βραχυπρόθεσμα, αυτό θα έχει περιορισμένο αντίκτυπο στο τραπεζικό σύστημα της Ρωσίας. Μακροπρόθεσμα, η χρήση των χρηματοπιστωτικών συστημάτων και των δικτύων καρτών ως όπλων (weaponisation) θα αναγκάσει τη Ρωσία και άλλες χώρες να αναζητήσουν εναλλακτικές λύσεις σε καθιερωμένα συστήματα που λειτουργούν με βάση το δολάριο ΗΠΑ. Η Ρωσία και η Κίνα έχουν ήδη εκκολαπτόμενες εναλλακτικές λύσεις στο SWIFT, αλλά η δημιουργία ενός πλήρους συστήματος τραπεζικών μηνυμάτων θα ήταν δαπανηρή και αργή. Αντίθετα, ένα εναλλακτικό σύστημα διεθνούς μεταφοράς χρημάτων είναι πιθανό να χρησιμοποιεί CBDC. Αρκετές χώρες, ειδικά στην Ασία, προσπαθούν ήδη να διασυνδέσουν τις πλατφόρμες πληρωμών τους που υποστηρίζονται από τις κεντρικές τράπεζες και στο μέλλον αναμένεται περισσότερες χώρες να υιοθετήσουν συμφωνίες πολλαπλών CBDC. Η κρίση στην Ουκρανία θα μεταφέρει αυτή τη μετάβαση στο επόμενο στάδιο.
H τεχνολογία όργανο γεωπολιτικών στρατηγικών
Στον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας, οι τεχνολογικές κυρώσεις επικεντρώθηκαν σε συγκεκριμένες εταιρείες. Στον πόλεμο τηςΟυκρανίας, οι δυτικοί σύμμαχοι επέβαλαν, για πρώτη φορά, περιορισμούς στις εξαγωγών τεχνολογίας σε επίπεδο χώρας
στη Ρωσία.
Η τεχνολογία γίνεται όλο και πιο περιφερειακή και αντικείμενο γεωπολιτικής στρατηγικής, με δύο τρόπους:
– Πρώτον, η πρόσβαση στην τεχνολογία θεωρείται ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, όπως φαίνεται από τη στάση των ΗΠΑ στο θέμα των ημιαγωγών. Καθώς ο τομέας των ημιαγωγών είναι κατακερματισμένος και το προϊόν εξαιρετικά πολύπλοκο, κάθε παράγοντας θα χρειαστεί σε κάποια φάση εξοπλισμό από τις ΗΠΑ. Συνεπώς, αμερικανικές κυρώσεις σημαίνουν ότι μία χώρα ή εταιρεία δεν μπορεί να αγοράσει ημιαγωγούς.
– Δεύτερον, το διαδίκτυο γίνεται περισσότερο εθνικό και λιγότερο παγκόσμιο. Η Κίνα πρωτοστάτησε σε αυτήν την αλλαγή, αποτρέποντας την πρόσβαση σε περιεχόμενο που η κυβέρνηση θεωρεί επικίνδυνο—ένα μέτρο που θέλει να υιοθετήσει και η Ρωσία. Η ΕΕ, μέσω της προσέγγισής της με γνώμονα τις αξίες για το απόρρητο των δεδομένων και τη ρύθμιση της τεχνητής νοημοσύνης έχει, επίσης, δημιουργήσει περιφερειακούς φραγμούς στο διαδίκτυο.
Αυτή η «περιφερειοποίηση» του Διαδικτύου δεν θα οδηγήσει απαραιτήτως σε ένα «σπασμένο διαδικτύο», όπου τα συστήματα θα είναι εντελώς ξεχωριστά και μη διαλειτουργικά. Η ευρύτερη μάχη είναι μεταξύ των Η.Π.Α., οι οποίες θέλει να διατηρήσει το μοντέλο πολυμετοχικής διακυβέρνησης του Διαδικτύου (ανοιχτή, αποκεντρωμένη και
υπό την ηγεσία της αγοράς) και την Κίνα, η οποία θέλει ένα μοντέλο κυβερνοκυριαρχίας κλειστό, συγκεντρωτικό και καθοδηγούμενο από το κράτος.
Ωστόσο, οι εντάσεις δεν είναι μόνο μεταξύ δημοκρατιών και απολυταρχικών καθεστώτων, αλλά και μεταξύ μπλοκ, όπως δείχνει η σχέση μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ.