Εδώ και μήνες το Βερολίνο έχει εκνευρίσει – αν όχι εξοργίσει – πολλούς συμμάχους του με την προσέγγιση που ακολουθεί απέναντι στη Ρωσία για το ζήτημα της Ουκρανίας. Όπως τονίζει το Politico, όμως, η κατάσταση αυτή δεν είναι παρά ένας πρόλογος για τις εξελίξεις που σιγοβράζουν στην Ασία, καθώς οι εντάσεις γύρω από την Ταϊβάν αναγκάζουν το Βερολίνο να επεξεργαστεί τη στρατηγική του σε περίπτωση που το Πεκίνο επιχειρήσει να προσαρτήσει το νησιωτικό κράτος, το οποίο θεωρεί αποσχισμένο τμήμα της Κίνας.
Αν συμβεί κάτι τέτοιο, οι ΗΠΑ και άλλοι δυτικοί σύμμαχοί τους θα μπορούσαν να ασκήσουν πιέσεις για σκληρές κυρώσεις εναντίον της Κίνας. Η Γερμανία, σημειώνει το Politico, είναι σχεδόν απίθανο να συμφωνήσει με κάτι τέτοιο, προκειμένου να προστατεύσει την οικονομία της που στηρίζεται στις εξαγωγές. Όμως κάτι τέτοιο θα έπληττε τόσο τη δική της, όσο και την ευρωπαϊκή διεθνή αξιοπιστία.
Υπεκφυγές Σολτς
Όταν ερωτήθηκε την Πέμπτη αν η Γερμανία θα είχε τη δυνατότητα να στηρίξει τις κυρώσεις σε περίπτωση κινεζικής εισβολής, ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς απέφυγε να απαντήσει, ενώ επέκρινε τη γερμανική βιομηχανία που «έβαλε όλα τα αβγά της στο ίδιο καλάθι».
«Το ερώτημα είναι αν η εξάρτηση της χώρας μας σε κρίσιμες περιοχές, που αφορούν τις εφοδιαστικές αλυσίδες, τις πρώτες ύλες και άλλα ζητήματα, είναι απαραίτητο στοιχείο της εθνικής στρατηγικής ασφαλείας μας, επί της οποίας εργαζόμαστε αυτή τη στιγμή», πρόσθεσε, χωρίς να αναφερθεί ευθέως στην Κίνα.
Άλλοι έχουν υπάρξει σαφέστεροι. Το γεγονός ότι η γερμανική βιομηχανία στηρίζεται στις εξαγωγές «έχει δημιουργήσει μια εξάρτηση που μας καθιστά αβοήθητους», υποστήριξε πρόσφατα μιλώντας στην τηλεόραση ο κεντροδεξιός γερμανός βουλευτής, Νόρμπερτ Ρέτγκεν.
Θα μπορούσε η Γερμανία να υποστηρίξει κυρώσεις εις βάρος της Κίνας;
«Αυτή τη στιγμή, στην πραγματικότητα όχι», προειδοποίησε ο Ρέτγκεν, πρώην υπουργός και έμπειρο μέλος της κοινοβουλευτικής επιτροπής εξωτερικής πολιτικής της Γερμανίας.
Αν και αντίστοιχα προβλήματα προέκυψαν και σε σχέση με τη στάση της Γερμανίας απέναντι στη Ρωσία, αυτή τη φορά διακυβεύονται περισσότερα.
Η μεγάλη ανησυχία της Γερμανίας σε σχέση με τη Μόσχα, ήταν ότι θα έχανε την πρόσβασή της σε φθηνή ενέργεια. Με το Πεκίνο, οι φόβοι αφορούν την απώλεια της ίδιας της οικονομικής της ευημερίας. Τα τελευταία χρόνια, η Κίνα αντικατέστησε τις ΗΠΑ ως ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας, αντιπροσωπεύοντας το 10% του εξωτερικού εμπορίου της χώρας που άγγιξε τα €2,6 τρισεκατομμύρια στη διάρκεια της περσινής χρονιάς. Επιπλέον, η Κίνα, που δίνει ώθηση στη γερμανική οικονομία εδώ και δεκαετίες, παραμένει βασικός μοχλός της ανάπτυξης της χώρας.
Αυτός είναι και ο λόγος που δεν είναι εύκολο να μειωθεί η εξάρτηση της γερμανικής βιομηχανίας από αυτή.
«Ο βαθμός στον οποίο η ευημερία μας στηρίζεται στην Κίνα υποτιμάται σε ακραίο βαθμό στο εσωτερικό της χώρας», δήλωσε ο επικεφαλής της Volkswagen, Χέρμπερτ Ντις, σε πρόσφατη συνέντευξή του. «Η Γερμανία θα άλλαζε πολύ αν αποσυνδεόμασταν».
Αυτοκίνητα και θέσεις εργασίας
Πράγματι, καμιά γερμανική βιομηχανία δεν εξαρτάται τόσο από την Κίνα, όσο εκείνη στην οποία ανήκει ο Ντις. Ένα στα τρία αυτοκίνητα που παράγεται από τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία πωλείται στην Κίνα. Οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες διαθέτουν επίσης ένα εκτεταμένο δίκτυο εργοστασίων στην κινεζική ενδοχώρα, τα οποία παρήγαγαν 4,3 εκατ. αυτοκίνητα στη διάρκεια του 2021.
«Η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, όπως και ο υπόλοιπος πλανήτης, παρακολουθεί ανήσυχη τις εντάσεις μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν», επεσήμανε εκπρόσωπος του λόμπι της βιομηχανίας, που είναι γνωστό ως VDA.
To Politico υποστηρίζει ότι ο «πανικός» θα ήταν σωστότερη λέξη για να περιγράψει την κατάσταση.
Ο Ντις χαρακτήρισε την Κίνα «αναντικατάστατη» για το μέλλον της εταιρείας του, από την οποία αναμένεται να αποσυρθεί εντός του μήνα.
Αντίστοιχη εικόνα επικρατεί και σε άλλους κρίσιμους εξαγωγικούς τομείς της Γερμανίας, από εκείνον των χημικών, μέχρι εκείνον των μηχανημάτων. Περίπου 1,1 εκατ. θέσεις εργασίας στη χώρα – ή εναλλακτικά το 2,4% του συνόλου – εξαρτώνται άμεσα από την κινεζική κατανάλωση, σύμφωνα με έρευνα του Ιουνίου που πραγματοποιήθηκε από το Γερμανικό Οικονομικό Ινστιτούτο της Κολωνίας.
Αν και η Γερμανία, όπως και η υπόλοιπη ΕΕ, είναι επίσης σημαντικές αγορές για την ίδια την Κίνα, η μελέτη επισημαίνει ότι οι Κινέζοι μειώνουν την εξάρτησή τους από την περιοχή, ενώ οι Ευρωπαίοι ακολουθούν το αντίστροφο μονοπάτι.
Επιτακτική έκκληση για μείωση της εξάρτησης
Απευθύνοντας επιτακτική έκκληση, ο συγγραφέας της μελέτης, Γιούργκεν Μάτες, τόνισε ότι είναι «άμεση ανάγκη» η Ευρώπη και η Γερμανία να αλλάξουν πορεία και να μειώσουν την οικονομική τους εξάρτηση από την Κίνα.
«Δεν είναι ζήτημα αποσύνδεσης των αγορών, αλλά περιορισμού των εξαρτήσεων, κυρίως μέσω της διαφοροποίησης», γράφει.
Όμως, ακριβώς όπως χρειάστηκαν δεκαετίες μέχρι η γερμανική βιομηχανία να εδραιωθεί στην Κίνα, η απόσυρση δεν μπορεί να συμβεί εν μία νυκτί – ιδίως τη στιγμή που ελάχιστες περιοχές στον πλανήτη υπόσχονται αντιστοίχως αξιόπιστη ανάπτυξη με εκείνη της Κίνας.
«Στην περίπτωση κινεζικής εισβολής στην Ταϊβάν που θα ακολουθούνταν από εκτεταμένες δυτικές κυρώσεις, εξαγωγές και μειώσεις εσόδων, όπως επίσης λαι από την αναστολή των παραδόσεων από την Κίνα, η ΕΕ θα υφίστατο σημαντικές οικονομικές απώλειες και η Γερμανία ακόμη περισσότερες», κατέληξε ο Μάτες.
Τα διδάγματα της Ουκρανίας
Με αυτά τα δεδομένα, είναι αμφίβολο αν η Γερμανία θα στήριζε ουσιαστικές δυτικές κυρώσεις επί της Κίνας. Μπορεί το Βερολίνο να συμμετείχε στα αυστηρά μέτρα κατά της Μόσχας μετά την εισβολή στην Ουκρανία, όμως οι πιθανές οικονομικές επιπτώσεις στη Γερμανία ήταν περιορισμένες.
Ακόμη και η αναστολή της λειτουργίας του αμφιλεγόμενου αγωγού Nord Stream 2, για παράδειγμα, συνοδεύτηκε από προσπάθειες του Σολτς να προστατεύσει τα πιο κρίσιμα ενεργειακά συμφέροντα της Γερμανίας, απορρίπτοντας ένα πλήρες εμπάργκο στο φυσικό αέριο.
Η στρατηγική δεν λειτούργησε στον βαθμό που ευχόταν, όμως αυτό συνέβη επειδή οι ίδιοι οι Ρώσοι μείωσαν τη ροή φυσικού αερίου προς την Ευρώπη. Οι συνεχιζόμενες ελλείψεις αερίου στη Γερμανία, που απειλούν να δημιουργήσουν τεράστια προβλήματα σε κρίσιμους τομείς της βιομηχανίας, αναπόφευκτα θα επηρεάσουν την αντίδραση της γερμανικής κυβέρνησης σε μια πιθανή κινεζική εισβολή στην Ταϊβάν. Με τον πληθωρισμό να παραμένει υψηλός και τις τιμές της ενέργειας να μην δίνουν πτωτικές ενδείξεις, η Γερμανία δεν μπορεί να αντέξει και άλλο πλήγμα στην οικονομία της.
Αξιωματούχοι του Βερολίνου, σύμφωνα με το Politico, παραδέχονται σε ιδιωτικές συζητήσεις ότι ενδέχεται να αποδειχθούν αδύναμοι να στηρίξουν οτιδήποτε πέρα από συμβολικές κυρώσεις κατά της Κίνας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρξουν δραματικές διαφωνίες στο Βερολίνο για ένα τέτοιο ηθικό δίλημμα. Πολιτικές εκπομπές λόγου θα αφιερώσουν ώρες επί ωρών σε αυτό ερώτημα, ενώ αρθρογράφοι των εφημερίδων θα χύσουν βαρέλια μελανιού για να αναλύσουν κάθε πτυχή του ζητήματος. Σε ό,τι αφορά την ουσία του θέματος, όμως, το Politico σημειώνει σκωπτικά ότι οι Γερμανοί θα κάνουν αυτό που κάνουν πάντα: τίποτα.