Η Ευρωπαϊκή Ένωση ετοιμάζεται να αντλήσει από τις αγορές έως και 150 δισεκατομμύρια ευρώ για τη χρηματοδότηση των στρατιωτικών της δαπανών. Εάν το κάνει, δε θα έχει κανένα πρόβλημα να βρει ενδιαφερόμενους.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανακοίνωσε την Τρίτη 4 Μαρτίου σχέδια για την άντληση νέων κεφαλαίων τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα κράτη-μέλη για να ενισχύσουν τις άμυνές τους, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες αποσύρονται από τις μακροχρόνιες εγγυήσεις ασφαλείας τους.
Το σχέδιο χρειάζεται ακόμη έγκριση από τα κράτη-μέλη της ΕΕ – αλλά αν προχωρήσει, η Επιτροπή θα συγκεντρώσει μετρητά μέσω δημοπρασιών ομολόγων και θα μεταβιβάσει τα χρήματα στα κράτη-μέλη για αμυντικές δαπάνες. Στη συνέχεια, αυτά θα επιστρέφουν στην Επιτροπή τη χρηματοδότηση.
Ο κοινός δανεισμός της ΕΕ δεν είναι κάτι καινούργιο – αλλά η πανδημία σηματοδότησε ένα σημείο καμπής στη χρήση του, επειδή η ΕΕ μπόρεσε να δανειστεί όταν πολλά κράτη-μέλη της, ιδίως τα υπερχρεωμένα, δεν θα ήταν σε θέση να το κάνουν μόνα τους. Μέχρι το τέλος του περασμένου έτους, η Επιτροπή είχε συγκεντρώσει κεφάλαια ύψους 330 δισεκατομμυρίων ευρώ για να βοηθήσει στην ανάκαμψη του μπλοκ, καθώς και άλλα 100 δισεκατομμύρια ευρώ για το βραχυπρόθεσμο πρόγραμμα SURE για την απώλεια θέσεων εργασίας.
Πριν από αυτό, η Επιτροπή αντλούσε περίπου 500 εκατομμύρια ευρώ ετησίως από τις αγορές. Από τότε, όμως, ο εκτελεστικός βραχίονας της ΕΕ επέστρεψε στις αγορές για να αντλήσει άλλα 50 δισ. ευρώ για τη στήριξη της Ουκρανίας και 4 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότηση επενδύσεων στα Δυτικά Βαλκάνια.
Πριν από την ανακοίνωση της φον ντερ Λάιεν, η Επιτροπή είχε δηλώσει ότι σχεδίαζε να δανειστεί περίπου 160 δισεκατομμύρια ευρώ από τις αγορές το 2025. Αυτό την καθιστά τον πέμπτο μεγαλύτερο εκδότη εμπορεύσιμου χρέους σε ευρώ φέτος. Ωστόσο, εξακολουθεί να επισκιάζεται από ορισμένα κρατικά ταμεία. Τόσο η Γαλλία όσο και η Ιταλία σχεδιάζουν να εκδώσουν περισσότερα από 300 δισ. ευρώ φέτος.
Η πρόταση της φον ντερ Λάιεν συνάδει με τις συστάσεις του πρώην προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι, ο οποίος σε ειδική έκθεση για την ανταγωνιστικότητα το 2024 προώθησε την ιδέα χρηματοδότησης των κοινών ευρωπαϊκών προκλήσεων με κοινούς πόρους.
Επιπλέον, όπως αναφέρει το POLITICO, υπάρχουν λίγες ευκαιρίες για τους επενδυτές να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο μέσω συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης και δικαιωμάτων προαίρεσης – σε αντίθεση με τις αγορές κρατικών ομολόγων, όπως τα γερμανικά Bunds και τα γαλλικά OATs.
Η κορυφαία αξιωματούχος της Επιτροπής για τον προϋπολογισμό, Στεφανί Ρισό, δεν έχει κρύψει ότι θα ήθελε τα κοινά ευρωπαϊκά ομόλογα να είναι καλύτερα καθιερωμένα χρηματοοικονομικά προϊόντα. Σε εμφάνισή της σε podcast νωρίτερα φέτος, η Ρισό δήλωσε ότι στο παρελθόν οι επενδυτές αντιμετώπιζαν τον κοινό δανεισμό της ΕΕ περισσότερο ως χρέος που εκδίδεται από οργανισμούς που υποστηρίζονται από την κυβέρνηση, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ή η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, παρά ως κανονικό κρατικό χρέος.
«Τα ομόλογα έτυχαν καλής υποδοχής από τις χρηματοπιστωτικές αγορές τα τελευταία δύο χρόνια, όταν τα επίπεδα χρέους αυξήθηκαν πολύ», επεσήμανε ο Στεφάν Χοφρίχτερ, επικεφαλής παγκόσμιας οικονομίας και στρατηγικής της Allianz Global Investors. «Αλλά, βέβαια, νομίζω ότι το τίμημα θα είναι ότι θα πρέπει να πληρώσετε περισσότερα».