Την περασμένη Κυριακή, οι δύο ηγέτες της ιταλικής κυβέρνησης συναντήθηκαν σε μία τοσκανική τρατορία με τις οικογένειές τους για δείπνο. Πίνοντας κρασί Κιάντι και απολαμβάνοντας τις rare μπριζόλες τους, η πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι και ο δεύτερος τη τάξει της κυβέρνησής της, Ματέο Σαλβίνι, θέλησαν να προβάλλουν μία εικόνα ενότητας και να πείσουν πως η συχνή ασυνεννοησία και οι διαφωνίες τους δεν είναι κάτι το οποίο απειλεί την κυβερνητική σταθερότητα.
Την επόμενη ημέρα, όμως, τα πάντα άλλαξαν. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου της περασμένης Δευτέρας, ο Σαλβίνι εξέπληξε τόσο τις διεθνείς αγορές όσο και τους ίδιους τους συνεργάτες του, ανακοινώνοντας έκτακτο φόρο 40% στα τραπεζικά κέρδη.
Τις επόμενες ώρες, το μπαράζ αντιδράσεων από τους τραπεζίτες ήταν τεράστιο, τη στιγμή που οι μετοχές των ιταλικών τραπεζών κατάρρεαν και οι αναλυτές προειδοποιούσαν πως οι επιπτώσεις στην ήδη ασταθή ιταλική οικονομία θα μπορούσαν να αποδειχθούν μοιραίες.
«Ανακρούοντας πρύμναν», η κυβέρνηση της Μελόνι αναγκάστηκε να υποχωρήσει, προσπαθώντας να σταθεροποιήσει και να καθησυχάσει τις αγορές.
Το νέο φιάσκο αυτό προκάλεσε εκ νέου αντιδράσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης, εμβαθύνοντας τις υπάρχουσες ρωγμές.
Όσο για τους ειδικούς, τονίζουν πως ο Σαλβίνι χειρίστηκε την ανακοίνωση με τον χείριστο τρόπο. Σύμφωνα με τον καθηγητή του πανεπιστημίου Bocconi και πρώην οικονομικό σύμβουλο του Μάριο Ντράγκι, Φραντσέσκο Τζιαβάτσι, όποιος δημιούργησε το πλάνο αυτό, θα είχε πάρει «μηδέν εις το πηλίκο» στις εξετάσεις Οικονομικών.
Όσο για τον πρώην πρωθυπουργό Ματέο Ρέντσι, μίλησε στο Politico, χαρακτηρίζοντας τον φόρο ως «αυτογκόλ» το οποίο μεν θα ευχαριστούσε τους λαϊκιστές πολιτικούς αλλά θα αποξένωνε τις διεθνείς αγορές και τον τομέα των χρηματοοικονομικών.
«Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Μελόνι θα έχει μικρό, βραχυπρόθεσμο πολιτικό κέρδος, αλλά θα χάσει τεράστιο μέρος της αξιοπιστίας της σε διεθνές επίπεδο», σημείωσε ο πρώην πρωθυπουργός.
Επιτόκια
Ο λόγος πίσω από την κίνηση αυτή είναι ξεκάθαρος, αφού οι τράπεζες έχουν καταγράψει σημαντική κερδοφορία λόγω των υψηλών επιτοκίων της ΕΚΤ. Τα ίδια επιτόκια αυτά έχουν πλήξει τους Ιταλούς πολίτες τους οποίους η κυβέρνηση Μελόνι είχε υποσχεθεί πως θα στηρίξει.
Η κυβέρνηση, μεν, υποστηρίζει πως η κίνηση αυτή αντισταθμίζει μία σημαντική αδικία. Σε εσωκομματικό όσο και σε κυβερνητικό επίπεδο, όμως, η Μελόνι προσπαθεί να συγκρατήσει τους ακροδεξιούς οι οποίοι έχουν αρχίσει να «τσινίζουν» με την διαλλακτική της στάση τόσο προς την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και τις διεθνείς αγορές.
Δεδομένης της κρίσης κόστους διαβίωσης η οποία έχει επηρεάσει ολόκληρη την Γηραιά Ήπειρο, οι τράπεζες των οποίων τα κέρδη κατέγραψαν απότομη αύξηση μετά από την πολυετή νηνεμία των μηδενικών επιτοκίων, αποτελούν τον πιο εύκολο στόχο για λαϊκιστές όπως ο Σαλβίνι.
Τόσο η UniCredit όσο και η Intesa Sanpaolo, οι δύο μεγαλύτερες ιταλικές τράπεζες, κατέγραψαν ρεκόρ κερδοφορίας το α’ εξάμηνο του έτους και υποσχέθηκαν ακόμα καλύτερες αποδόσεις στους επενδυτές τους.
Ο τρόπος με τον οποίο το πέτυχαν ξεκάθαρος, αφού έχουν αυξήσει τα επιτόκια δανεισμού τους χωρίς, όμως, να έχουν αυξήσει και τα επιτόκια καταθέσεων.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, η ανακοίνωση έπιασε τους τραπεζίτες απροετοίμαστους, αφού ακόμα και ο Ιταλός ΥΠΟΙΚ, Τζιανκάρλο Τζορτζέτι, τους είχε καθησυχάσει πρόσφατα πως δε θα υπάρξει κυβερνητική παρέμβαση σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των στεγαστικών δανείων των πελατών τους, ενώ είχε υποσχεθεί πως δε θα υπάρξει έκτακτη φορολογία.
Ένας εκ των τραπεζιτών ο οποίος μίλησε ανώνυμα με το Politico υποστήριξε πως η έκτακτη φορολογία αποτελεί προπέτασμα καπνού για την αντιστάθμιση των κενών του ιταλικού προϋπολογισμού ο οποίος θα οριστικοποιηθεί σε μερικές εβδομάδες.
«Τιμωρούμαστε διπλά», υπογράμμισε συνεργάτης του, υποστηρίζοντας πως «μετά από μία πολύχρονη περίοδο μηδενικών επιτοκίων όταν οι επενδύσεις στις τράπεζες θεωρούνταν ασύμφορες, τώρα που επιτέλους υπάρχει κάποια κερδοφορία, ξαφνικά γυρνάνε και μας λένε ‘αίσχος’».
Ο δείκτης των μετοχών των ιταλικών τραπεζών κατέγραψε μείωση της τάξης του 7,3% την περασμένη Τρίτη, με την αξία των μετοχών της Intesa Sanpaolo και της UniCredit να μειώνεται κατά 8,6% και 5,8% αντίστοιχα.
Mea culpa
Μετά από την οπισθοδρόμηση της κυβέρνησης η οποία αποφάσισε πως ο έκτακτος φόρος δεν θα υπερβαίνει το 0,1% των συνολικών περιουσιακών στοιχείων (assets) του εκάστοτε χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, όλοι προσπαθούν να βρουν τον υπεύθυνο για το φιάσκο.
Οι κυβερνητικές πηγές υποστηρίζουν πως ο ΥΠΟΙΚ Τζορτζέτι ανακοίνωσε το μέτρο αυτό κατά τη διάρκεια υπουργικού συμβουλίου. Παρ’ όλα αυτά, όπως ανέφερε και το πρώην στέλεχος του Υπουργείου Οικονομικών, Λορέντσο Κοντόνιο, ήταν ξεκάθαρο πως ούτε ο Τζορτζέτι ούτε η Μελόνι δεν θέλησαν να λάβουν μέρος στην ανακοίνωση προς τα ΜΜΕ.
Οι πηγές του τραπεζικού τομέα συμφωνούν με την εκτίμηση αυτή, υποστηρίζοντας πως ο Τζορτζέτι ενδέχεται να μην είχε υποστηρίξει το μέτρο αυτό.
Το μόνο ξεκάθαρο είναι πως, σε δημόσιο επίπεδο, ο κύριος λόγος του μέτρου αυτού επιρρίπτεται στο κόμμα του Σαλβίνι, το οποίο φαίνεται πως πρωτοστάτησε στην όλη προσπάθεια.
Σύμφωνα με τον Υπουργό Οικονομικής Ανάπτυξης, Αντόλφο Ούρσο, το υπουργικό συμβούλιο ήταν «συμφώνησε ομόφωνα με το πλάνο πριν την ανακοίνωσή του». Ο Υπουργός υποστήριξε, επίσης, πως «το μέτρο αυτό έχει ληφθεί και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ισπανία. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης συμφωνούν με το μέτρο μας».
Το αφήγημα μετά από την παταγώδη αποτυχία, όμως, έχει αλλάξει, αφού κανείς δε θέλει να πιάσει την «καυτή πατάτα» και να παραδεχτεί το «mea culpa». Όσο για την εξέλιξη του μέτρου, κανείς δε γνωρίζει τι μέλλει γενέσθαι.
Ο Υπουργός Εξωτερικών της χώρας, Αντόνιο Τατζάνι, άφησε υπονοούμενα πως το μέτρο μπορεί να βελτιωθεί, υποστηρίζοντας πως «το κοινοβούλιο θα το μελετήσει σε βάθος». Παράλληλα, τόνισε πως το μέτρο αυτό είναι προσωρινό, με διάρκεια μόλις ενός έτους.
Πάραυτα, ακόμα και στελέχη της κυβέρνησης έχουν ακόμα σοβαρές αμφιβολίες. Σύμφωνα με τον γερουσιαστή Φραντσέσκο Πάολο Σίστο, το κόμμα Forza Italia θέλει να μελετήσει σοβαρά τις επιπτώσεις τις οποίες το προτεινόμενο μέτρο αυτό θα έχει στις αγορές.
Το μόνο βέβαιο είναι πως ο ιταλικός προϋπολογισμός φαντάζει, πια, προβληματικός, αφού αναμένεται να αναδείξει τα προβλήματα της επιβράδυνσης της ανάπτυξης και του χρέους. Αυτό, με τη σειρά του, θα εξαναγκάσει την κυβέρνηση να περιορίσει τις δημόσιες δαπάνες της ή να ψάξει για άλλες επιλογές επιβολής φόρων.
Όσο για τον Κοντόνιο, ανέφερε χαρακτηριστικά πως «η κυβέρνηση έχει λαϊκή εντολή να μεταρρυθμίσει τη φορολογία στη χώρα και θέλει να δημιουργήσει ‘λάσκα’ στον προϋπολογισμό. Η στοχοποίηση των τραπεζών αποτελεί έναν εξαιρετικά δημοφιλή τρόπο μέσω του οποίου μπορεί να το επιτύχει».