Σε μεγάλη κερδισμένη από την παγκόσμια διατροφική κρίση, για την οποία λίγο-πολύ ευθύνεται και η ίδια, φαίνεται ότι αναδεικνύεται η Ρωσία, η οποία με την εισβολή στην Ουκρανία έχει προκαλέσει ένα διεθνές επισιτιστικό σοκ.
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις έχουν «μπλοκάρει» τις εξαγωγές σιτηρών από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, αποκόβοντας ζωτικής σημασίας εμπορικούς διαδρόμους, οι οποίοι επηρεάζουν μια σειρά χωρών -από τη Σομαλία έως την Αίγυπτο.
Η αναταραχή στο διατροφικό ισοζύγιο, η οποία επιδεινώθηκε από τον ζεστό καιρό και τις ξηρασίες σε άλλες περιοχές του πλανήτη, έχει εκτοξεύσει τις τιμές των σιτηρών κοντά στα υψηλότερα επίπεδα όλων των εποχών, πυροδοτώντας επισιτιστικά προβλήματα σε τμήματα της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.
Όμως, η Ρωσία εξακολουθεί να εξαγάγει το δικό της σιτάρι (παρά τον πόλεμο). Και μάλιστα, σε πολύ υψηλότερες τιμές σε σχέση με την προ-πολέμου περίοδο, κάτι που μεταφράζεται σε περισσότερα έσοδα. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η τιμή για το μαλακό σιτάρι έχει αυξηθεί κατά τουλάχιστον 50% μέσα στο 2022, με το Κρεμλίνο να αποκομίζει κέρδη 1,9 δισ. δολαρίων έως σήμερα.
Μπλοκάροντας τα ουκρανικά λιμάνια, η Ρωσία έχει αναγκάσει το Κίεβο να περιορίσει κατά ¼ τον όγκο των εξαγωγών. «Η αποτυχία λειτουργίας των λιμανιών συνιστά μια δήλωση πολέμου στην παγκόσμια διατροφική ασφάλεια» σχολιάζει o David Beasley, επικεφαλής του Παγκόσμιου Διατροφικού Προγράμματος του ΟΗΕ.
Η Ρωσία και η Ουκρανία, όπως υπενθυμίζει το πρακτορείο Bloomberg, αποτελούν βασικούς προμηθευτές σιτηρών και ηλιέλαιου για όλο τον κόσμο. Για παράδειγμα, η Ουκρανία συγκαταλέγεται στους έξι κορυφαίους παραγωγούς καλαμποκιού, κοτόπουλου και μελιού. Κάθε χρόνο εξάγει εκατομμύρια τόνους σιτηρών μέσω της Μαύρης Θάλασσας. Άλλωστε, το 10% του ΑΕΠ προέρχεται από τον αγροτικό και διατροφικό τομέα.
Ενώ η Ρωσία αντιμετώπισε ορισμένα πρόσκαιρα προβλήματα αμέσως μετά την εισβολή, αυτή τη στιγμή έχει ανεβάσει αισθητά ρυθμούς στην αγροτική παραγωγή. Μάλιστα, έχει αυξήσει αισθητά τις εξαγωγές προς μια σειρά χωρών, όπως το Ισραήλ, το οποίο συνήθως αγόραζε προϊόντα από την Ρωσία.
«Η Ουκρανία ήταν ο βασικός ανταγωνιστής (της Ρωσίας). Έτσι, η Ρωσία έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα, καθώς τώρα έχει να αντιμετωπίσει λιγότερο ανταγωνισμό» σημειώνει στο Bloomberg o Hugo Boudet, αναλυτής της AgFlow.
Όσον αφορά το εμπάργκο προς τα ρωσικά προϊόντα, ο ίδιος εξηγεί ότι έχει μικρό αντίκτυπο, καθώς οι συγκεκριμένες χώρες (Ε.Ε., ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο) έχουν χαμηλό βαθμό εξάρτησης από τη Ρωσία και επομένως, τα περιοριστικά μέτρα επηρεάζουν ελάχιστα τις ρωσικές εξαγωγές.
Οι αναλυτές θεωρούν ότι η παραπάνω κατάσταση θα διαρκέσει και το επόμενο χρονικό διάστημα, ιδίως όσο οι αγρότες της Ουκρανίας καλούνται να σπείρουν υπό την απειλή των ρωσικών βομβαρδισμών. Από την πλευρά της, η Ρωσία έχει ακόμη ένα πλεονέκτημα, καθώς οι καιρικές συνθήκες είναι ιδανικές, σε αντίθεση με άλλους μεγάλους παραγωγούς, όπως οι ΗΠΑ, οι οποίες πλήττονται από μεγάλες περιόδους ξηρασίας.