Απτά σημάδια προόδου στο ζήτημα της ενίσχυσης της εγχώριας αμερικανικής παραγωγής μικροτσίπ διαπιστώνει η αρμόδια βιομηχανική ένωση του Semiconductor Industry Association (SIA), σαν αποτέλεσμα των μέτρων και των κινήτρων που έχει δρομολογήσει η κυβέρνηση Μπάιντεν μέσα από την νέα νομοθεσία του CHIPS and Science Act.
Σε έκθεση της, η SIA προβλέπει ότι η παραγωγική δυνατότητα των ΗΠΑ στο πεδίο των ημιαγωγών θα τριπλασιαστεί(!) μέχρι το 2032, προσφέροντας έτσι τη δυνατότητα στη χώρα να μειώσει αισθητά την εξάρτηση της από εισαγωγές μικροτσίπ από το εξωτερικό, κυρίως δε, από την Κίνα. Αυτός ήταν, άλλωστε, και ο βασικός στόχος της κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν.
Συγκεκριμένα, η δυνατότητα παραγωγής μικροτσίπ εκτιμάται πως θα αυξηθεί κατά 203% μέχρι το 2032.
Με την αύξηση δε, αυτή θα ενισχυθεί για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες και το μερίδιο των ΗΠΑ στην παγκόσμια παραγωγή, από μόλις 10% σήμερα σε περίπου 14% μέχρι το 2032.
Ως αδύναμο σημείο η έκθεση εντοπίζει μόνο την έλλειψη εργαζομένων με εξειδίκευση και τεχνογνωσία, με τον κλάδο να εκτιμάται πως θα δυσκολευτεί να καλύψει τουλάχιστον 67.000 κενές θέσεις εργασίας μόνο μέσα στην τρέχουσα δεκαετία.
Πακτωλός χρημάτων
Η επιτυχία στην επίτευξη του εθνικού στόχου αποδίδεται στην εκτίναξη των επενδύσεων στον κλάδο. Η έκθεση υπολογίζει ότι οι ΗΠΑ θα διασφαλίσουν περίπου το ένα τρίτο (ήτοι το 28%) των παγκόσμιων κεφαλαιουχικών δαπανών στον κλάδο των ημιαγωγών το διάστημα μεταξύ 2024 έως 2032, ήτοι περίπου 646 δισ. δολάρια, κατακτώντας έτσι τη δεύτερη θέση διεθνώς μετά την Ταϊβάν.
Τα στοιχεία αυτά έρχονται να δικαιώσουν το Λευκό Οίκο για την απόφαση του να λάβει μέτρα για την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής ημιαγωγών. To CHIPS ACT δρομολόγησε κονδύλια ύψους 50 δισ. δολαρίων προσφέροντας επιδοτήσεις και κίνητρα σε εγχώριες αλλά και ξένες εταιρείες του κλάδου να δημιουργήσουν μονάδες στο αμερικανικό έδαφος.
Άλλωστε, μπορεί οι αμερικανικές εταιρείες του κλάδου, όπως η Intel και βέβαια η Nvidia, να βρίσκονται στην πρωτοπορία στο μέτωπο του σχεδιασμού και της ανάπτυξης νέων μικροτσίπ, όμως η ίδια η χώρα έχει ένα πολύ μικρό κομμάτι της πίτας της παγκόσμιας παραγωγής.
Τα σκήπτρα της παραγωγής ανήκουν στην Ταϊβάν και στους τεχνολογικούς της γίγαντες, όπως η TSMC.