Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέστηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων, που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια.
Γράφει η Δικηγόρος Αθηνών Αναστασία Χρ. Μήλιου *
Η απαίτηση του κάθε συζύγου είναι, κατ` αρχήν, χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή του δικαιούχου άμεση ή έμμεση. Ως αύξηση νοείται όχι μία συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) και κατά τον χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα (τελική περιουσία). Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου της έγερσης της αγωγής θα κριθεί αν υπάρχει αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Προς υπολογισμό της τελικής περιουσίας, κρίσιμος χρόνος θεωρείται στη μεν περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου με δικαστική απόφαση, ο χρόνος κατά τον οποίο η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη, στη δε περίπτωση της τριετούς διάστασης (κατά την οποία προϋποτίθεται ότι ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί), κρίσιμος είναι ο χρόνος της άσκησης της αγωγής. Για την εξεύρεση όμως της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος άσκησης της αγωγής.
Η συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί με οποιονδήποτε τρόπο, ακόμη και με παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο ο υπόχρεος σύζυγος έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του.
Η αποτίμηση των υπηρεσιών του ενάγοντος με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο και νόμιμο της αγωγής, όταν αυτή ερείδεται επί της εξ 1/3 τεκμαρτής συμβολής του στα αποκτήματα του συζύγου του, ή σε μικρότερο ποσοστό, όπως αντιθέτως απαιτείται, όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής. Μόνο στην τελευταία περίπτωση, για να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες, ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμηση τους, ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν.
Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα του ενός συζύγου από τον άλλο είναι:
α) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή, κατ` ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων,
β) η αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου
γ) η συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση αυτή με οποιονδήποτε τρόπο, περιλαμβανομένης και της υπερβαίνουσας το μέτρο της συνεισφοράς του ενάγοντος συζύγου συμβολής του στις τρέχουσες οικογενειακές δαπάνες, με χρηματικές εισφορές ή εισφορές χρήσης ακινήτου για στέγαση της οικογένειας ή με παροχή προσωπικών υπηρεσιών στην αντιμετώπιση των οικογενειακών εν γένει
αναγκών και
δ) η αιτιώδης σχέση της συμβολής αυτής προς την αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου.
Ο εναγόμενος ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου φέρεται ή περιουσία, ότι αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει κάποια συμβολή. Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και αποδείξει, ότι ο φερόμενος δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος, είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων, είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο σ` αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, ο δε ενάγων, έστω και αν δεν αποδείξει τη δική του συμβολή, θα δικαιούται οπωσδήποτε το 1/3 της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, συνιστά ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου ένσταση, ενώ όσον αφορά τον πραγματικό υπολογισμό αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής.
Στην προκείμενη περίπτωση έγιναν δεκτά τα εξής από το Εφετείο που δίκασε σε δεύτερο βαθμό αγωγή του ενάγοντος συζύγου κατά της εναγομένης συζύγου του. Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο το 2000, από τον οποίο απέκτησαν ένα τέκνο. Ο γάμος των διαδίκων λύθηκε συναινετικά. Κατά το χρόνο της τέλεσης του γάμου τους η εναγομένη σύζυγος δεν είχε περιουσία και ήταν άνεργη. Ο ενάγων εργαζόταν αρχικά, από το έτος 1995 και μέχρι το 2008 ως προϊστάμενος ασφαλείας και το 2008 προσλήφθηκε ως βοηθός υγειονομικού προσωπικού σε Νοσοκομείο. Η εναγομένη τα πρώτα χρόνια του γάμου δεν εργάσθηκε, πέρα από ένα εξάμηνο του έτους 2001, κατά τη διάρκεια του οποίου έκανε πρακτική άσκηση σε ένα λογιστικό γραφείο και απασχολήθηκε με μειωμένο ωράριο ως υπάλληλος σε κατάστημα.
Περίπου ένα έτος μετά τη γέννηση της κόρης τους, δηλαδή το 2003, η εναγομένη άρχισε να εργάζεται σε εταιρεία. Τα ετήσια εισοδήματα του ενάγοντος από την εργασία του υπερείχαν πάντοτε αυτών της εναγομένης. Συγκεκριμένα το σύνολο των εισοδημάτων του ενάγοντος, καθόλη τη διάρκεια της έγγαμης σχέσης, ανήλθαν στο ποσόν των 136.939,32 και αυτών της εναγομένης στο ποσόν των 58.590 ευρώ. Λίγους μήνες μετά την τέλεση του γάμου, με συμβόλαιο γονικής
παροχής, η εναγομένη απέκτησε ένα οικόπεδο έκτασης 3 στρεμματων. Το επόμενο έτος οι διάδικοι αποφάσισαν να ανεγείρουν μονοκατοικία επί του οικοπέδου της εναγομένης ώστε να αποκτήσουν ιδιόκτητη οικογενειακή στέγη και εκδόθηκε μετά από κοινή αίτησή τους οικοδομική άδεια. Τα έξοδα για την έκδοση αυτής, τη σύνταξη του τοπογραφικού και την αμοιβή της μηχανικού, ανερχόμενα στο ποσό των 2.000 ευρώ, καταβλήθηκαν από τον ενάγοντα. Για την περαιτέρω χρηματοδότηση της ανέγερσης της οικοδομής η εναγομένη έλαβε δάνειο ποσού 58.694 ευρώ στο οποίο ο ενάγων υπέγραψε ως εγγυητής. Το δάνειο εκταμιεύθηκε στο όνομα της εναγομένης, διότι αυτή ήταν η κυρία του οικοπέδου αλλά για την έγκρισή του ελήφθη υπόψη η οικονομική κατάσταση και δη το εισόδημα του ενάγοντος, δοθέντος ότι η εναγομένη τότε δεν εργαζόταν. Το ποσό του δανείου εκταμιεύθηκε σταδιακά με την πρόοδο των εργασιών.
Η ανεγερθείσα οικία αποτελείται από ισόγειο, υπόγειο και βοηθητικούς χώρους. Το κόστος για την ανέγερση της παραπάνω οικίας και τη διαμόρφωση και αξιοποίηση του περιβάλλοντα χώρου, ανήλθε στο ποσόν των 100.000 ευρώ. Εξ αυτών το ποσόν των 58.694 ευρώ προήλθε από το δάνειο, τις δόσεις του οποίου κατέβαλε η εναγομένη, αρχικά με τη βοήθεια του πατέρα της, καθόσον η ίδια ήταν άνεργη, από το έτος όμως 2003 και μετά, που αυτή άρχισε να εργάζεται, τις κατέβαλε από τα εισοδήματά της από την εργασία της. Το υπόλοιπο ποσόν το συνεισέφερε ο ενάγων.
Ειδικότερα, ο ενάγων δαπάνησε για την ανέγερση και αποπεράτωση της ως άνω οικίας το ποσόν των 15.000 ευρώ, το οποίο προήλθε από ισόποση δωρεά της μητέρας του προς αυτόν και το ποσόν των 21.306 ευρώ το οποίο προήλθε από τα εισοδήματα από την εργασία του. Επίσης αποδείχθηκε ότι επειδή δεν υπήρχαν επαρκείς οικονομικοί πόροι για την πρόσληψη εργατών για όλες τις απαιτούμενες εργασίες, ο ενάγων προσέφερε προσωπική εργασία για την αποπεράτωση της οικίας και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου. Εργάστηκε για τη διαμόρφωση του λεβητοστασίου, του χώρου στάθμευσης των οχημάτων, την κατασκευή του πλακόστρωτου διαδρόμου πέριξ της οικίας, των φρεατίων για τα όμβρια ύδατα και την περίφραξη του οικοπέδου. Ασχολήθηκε δηλαδή με τις χειρωνακτικές εργασίες που απαιτούνταν για την εκτέλεση των παραπάνω κατασκευών, δηλαδή με την παρασκευή σκυροδέματος, τη μεταφορά και την τοποθέτηση των οικοδομικών υλικών ενώ τέλος χρωμάτισε τα κιγκλιδώματα της οικίας τους. Λαμβανομένου υπόψη ότι εργαζόταν, δεν είχε την ευχέρεια να προσφέρει την κατά τα ανωτέρω εργασία του επί 8 ώρες ημερησίως αλλά
εργαζόταν αναλόγως της κάθε φοράς δυνατότητάς του. Η εργασία του αυτή αποτιμώμενη σε μισθωτή εργασία αντιστοιχεί σε 100 ημερομίσθια ποσού 30 ευρώ καθένα, δηλαδή η αξία της υπολογίζεται στο ποσόν των 3.000. Σημειωτέον ότι η παροχή των παραπάνω υπηρεσιών του ενάγοντος δεν επιβάλλονταν από την υποχρέωση συνεισφοράς του στις οικογενειακές ανάγκες και ήταν πέραν αυτής. Επομένως, η αποτίμηση της συμβολής του ενάγοντος στην κατασκευή της παραπάνω οικίας που αποτελεί και τη μοναδική περιουσία της εναγομένης κατά το κρίσιμο χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου ανέρχεται στο συνολικό ποσόν των 41.306 (2.000 + 15.000 + 21.306 + 3.000) ευρώ. Με αναγωγή δε σε ποσοστό επί τοις εκατό ο ενάγων συνέβαλε στην επαύξηση της περιουσίας της εναγομένης κατά 41,30%. Περαιτέρω, η αξία της περιουσίας της εναγομένης κατά τον χρόνο που η απόφαση της λύσης του γάμου των διαδίκων κατέστη αμετάκλητη, αλλά και κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής, ανερχόταν στην κατά το χρόνο εκείνο αξία της άνω οικίας, ανερχομένης στο ποσό των 150.000 ευρώ (μη συμπεριλαμβανομένης στο παραπάνω ποσόν της αξίας του οικοπέδου το οποίο ως προϊόν γονικής παροχής δεν συνυπολογίζεται), αφαιρουμένου του ποσού των 25.000 ευρώ που αποτελεί το υπόλοιπο του δανείου, με την καταβολή του οποίου βαρύνεται η εναγομένη. Επομένως, η συμμετοχή του ενάγοντος στην επαύξηση της περιουσίας της εναγομένης ανέρχεται στο ποσό των 51.625 ευρώ (150.000 - 25.000 = 125.000 X 41,30%), ποσό το οποίο πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει η εναγομένη στον ενάγοντα νομιμότοκα από την άσκηση της αγωγής.