«Εισόδημα» και «Ελλάδα» είναι οι δύο λέξεις που φέρνουν στην επιφάνεια την αγωνία αρκετών νοικοκυριών αφού η πανδημία έχει πάρει την σκυτάλη από την δεκαετή κρίση ασκώντας εκ νέου πιέσεις στους μισθούς. Η υγειονομική απειλή- στην παγκόσμια και εγχώρια οικονομία -παραμένει και μπορεί τα κυβερνητικά μέτρα να έχουν συγκρατήσει έως ένα βαθμό τις επιπτώσεις διεθνώς, οι προβλέψεις όμως για το μέλλον ακόμα έχουν τη σκιά της αβεβαιότητας. Και μπορεί οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές εξελίξεις να βρίσκονται στο μικροσκόπιο, η ανησυχία της πλειονότητας των πολιτών ωστόσο περιστρέφεται γύρω από τις θέσεις εργασίας και τις ενδεχόμενες απώλειες στα εισοδήματα.
Αυτό λοιπόν που σκιαγραφεί το Μεσοπρόθεσμο της ελληνικής κυβέρνησης για την επόμενη πενταετία δείχνει αυξητικές τάσεις. Το 2022, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ονομαστικού μισθού προβλέπεται στο 2,4%, ωστόσο η βαθμιαία άνοδος του πληθωρισμού (από το 1,3% το 2023 στο 1,7% στο τέλος της περιόδου προβλέψεων) αναμένεται να περιορίσει τη μέση αύξηση του πραγματικού μισθού στο 0,8%. Στήριξη στην αύξηση της πραγματικής ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης αναμένεται και από τη σωρευτική βελτίωση της συνολικής απασχόλησης κατά 3,4 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2022 και 2025, η οποία συμβάλλει στην αύξηση της μισθοδοτικής δαπάνης κατά 3,5% ετησίως κατά μέσο όρο.
Ο όγκος ιδιωτικής κατανάλωσης αναμένεται να επανέλθει το 2022 στο επίπεδο του 2019, ανακτώντας το σύνολο των απωλειών της υγειονομικής κρίσης, με το επίπεδο της απασχόλησης και του ονομαστικού μέσου μισθού να ξεπερνούν το επίπεδο του 2019 (κατά 1,6% και 1,1%, αντίστοιχα). Σε όρους ετήσιων μεταβολών, το 2022 η ετήσια αύξηση της πραγματικής ιδιωτικής κατανάλωσης προβλέπεται στο 2,9%, με τον μέσο ρυθμό της περιόδου 2023-2025 ελαφρώς πιο χαμηλό, στο 2,4%.
Στο άλλο καυτό θέμα, που είναι οι φόροι, οι προβλέψεις της πενταετίας δείχνουν αύξηση. Προβλέπεται λοιπον για τους φόρους εισοδήματος αύξηση που θα ξεκινήσει μετά το τέλος του 2021 από τα 17,932 δισ. ευρώ του 2019 και τα 15,312 δισ. ευρώ του 2020, στα 21,18 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τα στοιχεία του οικονομικού επιτελείου, για το 2021 προβλέπεται πτώση των εσόδων από τον φόρο εισοδήματος στα 14,535 δισ. Ευρώ και στη συνέχεια ανέρχεται στα 16,227 δισ. ευρώ για το 2022, στα 18,586 δισ. ευρώ για το 2023, στα 19,789 δισ. ευρώ για το 2024 και στα 21,182 δισ. ευρώ για το 2025. Τα έσοδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, θα έχουν την ίδια αναλογία το 2025 συγκριτικά με το 2019 (9,8% του ΑΕΠ) και η αύξηση από το 2019 έως το 2025 θα φτάσει στο 18,1%.
Τι γίνεται στους μισθούς μέχρι τώρα;
Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε το Κέντρο Προστασίας Καταναλωτών (ΚΕΠΚΑ) σε συνεργασία με την εταιρεία ερευνών PRORATA, οι μισοί περίπου ερωτώμενοι δηλώνουν ότι το εισόδημα του νοικοκυριού τους παρέμεινε το ίδιο σε σχέση με την περίοδο πριν το ξέσπασμα της πανδημίας. Μάλιστα, το 40% υποστηρίζει ότι μειώθηκε, είτε πολύ, είτε λίγο, ενώ το 10% ότι αυξήθηκε είτε πολύ, είτε λίγο.
Μελέτη των πανεπιστημιακών κ. Σάββα Ρομπόλη (καθηγητή του Παντείου) και Βασίλη Μπέτση (διδάκτορα του ιδίου πανεπιστημίου) καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το μέσο επίπεδο των μισθών στη χώρα μας θα επιστρέψει τον Δεκέμβριο του 2022 στα προ της πανδημίας επίπεδα. Δηλαδή στα 1.195 ευρώ (μεικτά), ποσό που καταγράφεται στους μισθούς του Δεκεμβρίου του 2019, δύο μήνες πριν το πρώτο lockdown. Αντιστοίχως η ελληνική οικονομία – ως προς το ύψος του ΑΕΠ – θα επιστρέψει στα επίπεδα του 2019 εντός του 2023. Κατά το τρέχον έτος αναμένεται να καλυφθεί μόνο το ένα τρίτο των απωλειών που σημείωσε το ΑΕΠ κατά το 2020.
2021: η αύξηση των αποδοχών δεν θα υπερβεί το 1% (1.176 ευρώ μεικτά)
Η έρευνα εκτιμά ότι το 2021 η αύξηση του μέσου μηνιαίου επιπέδου των αποδοχών δεν θα υπερβεί το 1% (1.176 ευρώ μεικτά) και τον Δεκέμβριο του 2022 δεν θα υπερβεί το 1,6% (1.194 ευρώ μεικτά), προσεγγίζοντας έτσι στο επίπεδο του Δεκεμβρίου του 2019. Ισχυρή τροχοπέδη για την αύξηση των μισθών τα επόμενα χρόνια (αύξηση ΑΕΠ συν παραγωγικότητα της εργασίας) θα αποτελέσει η ευρεία απορρύθμιση και η πλήρης ευελιξία της αγοράς εργασίας, το υψηλό επίπεδο της ανεργίας και ιδιαιτέρως της μακροχρόνιας ανεργίας, η αποδυνάμωση της συνδικαλιστικής δραστηριότητας και της διαπραγματευτικής ισχύος των εργαζομένων στη χώρα μας.
Στα θετικά που προκύπτουν από το Μεσοπρόθεσμο και αφορά την αγορά εργασίας είναι οι προβλέψεις για την απασχόληση. Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, του νέου ΕΣΠΑ και η κινητοποίηση των ιδιωτικών κεφαλαίων συνολικού ύψους 100 δισ. Ευρώ αναμένεται, σύμφωνα με το οικονομικό επιτελείο, να συμβάλουν στη δημιουργία 200.000 νέων θέσεων εργασίας έως το 2025, μειώνοντας μετά από δεκαετίες το ποσοστό ανεργίας κοντά στο 10%. Η ανεργία από 16,3% φέτος υποχωρεί στο 14,4% το 2022, στο 13,2% το επόμενο έτος, στο 11,9% το 2024 και στο 11,1% το 2025. Σημειώνεται ότι οι συνολικοί πόροι του Σχεδίου ανέρχονται σε 30,5 δισ. ευρώ έως το 2026, εκ των οποίων 17,8 δισ. ευρώ είναι επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. ευρώ δάνεια, και οι συνολικοί επενδυτικοί πόροι που θα ενεργοποιηθούν να ανέλθουν σε περίπου 59 δισ. ευρώ.