Τα εμπόδια στο «τελευταίο μίλι» επαναφοράς του πληθωρισμού στο στόχο του 2% θα είναι δύσκολο να ξεπεραστούν, προειδοποίησε ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Λουίς ντε Γκίντος, απορρίπτοντας τις συζητήσεις για μειώσεις των επιτοκίων ως «πρόωρες».
Μιλώντας στους FΤ, o αντιπρόεδρος της ΕΚΤ υπογράμμισε ότι η πρόσφατη άνοδος των τιμών του πετρελαίου σε υψηλό 10 μηνών θα «κάνει το έργο μας πιο δύσκολο».
«Βρισκόμαστε στον δρόμο προς το 2%», τόνισε: «Αυτό είναι ξεκάθαρο. Αλλά πρέπει να το παρακολουθούμε πολύ στενά, καθώς το τελευταίο μίλι δεν θα είναι εύκολο. . . τα στοιχεία που μπορεί να τορπιλίσουν τη διαδικασία αποπληθωρισμού είναι ισχυρά».
Μαζί με το πετρέλαιο, η ταχεία αύξηση των μισθών , το ασθενέστερο ευρώ και η ανθεκτική ζήτηση για υπηρεσίες θα μπορούσαν επίσης να διατηρήσουν τον πληθωρισμό σε υψηλά επίπεδα.
«Αυτό είναι, στο τέλος της ημέρας, μια πολύ λεπτή ισορροπία», τόνισε, ενόψει της δημοσιοποίησης των στοιχείων για τον πληθωρισμό της ευρωζώνης την Παρασκευή.
Καθυστέρηση στη μετάδοση
Υπογράμμισε μάλιστα, ότι ο «κρίσιμος» παράγοντας που θα καθορίσει την επόμενη κίνηση της ΕΚΤ θα είναι η ταχύτητα με την οποία μεταδίδεται η αυστηροποίηση της πολιτικής της από τις τράπεζες και τις αγορές ομολόγων στους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις.
Οι αλλαγές στη νομισματική πολιτική συνήθως επηρεάζουν πλήρως τον πληθωρισμό μετά από τουλάχιστον ένα χρόνο, πράγμα που σημαίνει ότι μεγάλο μέρος του αντίκτυπου από τη σύσφιγξη της ΕΚΤ μπορεί να μην έχει έρθει ακόμα. Ωστόσο, εάν η μετάδοση της πολιτικής είναι ταχύτερη και ο πληθωρισμός παραμείνει υψηλός, τότε η ΕΚΤ μπορεί να χρειαστεί να λάβει περαιτέρω μέτρα σε ό,τι αφορά επιτόκια.
«Αν η μετάδοση είναι ελλιπής, τότε θα πρέπει να είμαστε λίγο πιο υπομονετικοί», υπογράμμισε.
Το κόστος δανεισμού
Το κόστος δανεισμού έχει εκτοξευθεί και η ζήτηση για δάνεια έχει περιοριστεί: ο δανεισμός του ιδιωτικού τομέα στην ευρωζώνη αυξήθηκε κατά μόλις 0,6% τον Αύγουστο, καταγράφοντας το χαμηλότερο ποσοστό εδώ και οκτώ χρόνια. Ωστόσο, ο κ. ντε Γκίντος υποστήριξε ότι υπάρχει «πολύ περισσότερη αβεβαιότητα» σχετικά με το πόσο γρήγορα μεταδίδεται αυτό στα νοικοκυριά και τις εταιρείες, καθώς πολλές έχουν κλειδώσει σε χαμηλά επιτόκια για μεγάλες περιόδους, γεγονός που τους προστατεύει από τον αντίκτυπο της σύσφιγξης της πολιτικής της ΕΚΤ.
Ένας άλλος παράγοντας που διατηρεί τις τιμές ψηλά είναι οι υψηλότερες κρατικές δαπάνες. Την περασμένη εβδομάδα η Ιταλία και η Γαλλία δημοσιοποίησαν σχέδια τα οποία προβλέπουν δημοσιονομικά ελλείμματα μεγαλύτερα από το αναμενόμενο.
«Μετά από τέσσερα χρόνια χωρίς δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ, οι κυβερνήσεις μπορεί να έχουν συνηθίσει λίγο σε μια προσέγγιση «ό,τι χρειαστεί» όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική», είπε ο ντε Γκίντος. «Αλλά αυτό πρέπει να αλλάξει. Η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής και, ταυτόχρονα, μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική θα ήταν ένα πολύ κακό μείγμα πολιτικής».
Για τα ακίνητα
Αναφερόμενος στην πτώση των τιμών των ακινήτων σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, εξαιτίας της αύξησης των επιτοκίων, ο ντε Γκίντος είπε ότι ήταν «η κύρια πηγή ανησυχίας μας όσον αφορά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα».
Ορισμένα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ ζήτησαν ταχύτερη μείωση της λεγόμενης «πλεονάζουσας ρευστότητας» στο τραπεζικό σύστημα, η οποία έχει υποχωρήσει αλλά παραμένει υψηλά στα 3,7 τρισεκατομμύρια ευρώ. Αυτά τα αποθεματικά προκαλούν ζημίες στις εθνικές κεντρικές τράπεζες που πρέπει να πληρώσουν τεράστια ποσά τόκων στις τράπεζες.
Ένας τρόπος για να αντιμετωπιστεί αυτό είναι να αυξηθούν τα ελάχιστα αποθεματικά που υποχρεούνται να διατηρούν οι τράπεζες στην ΕΚΤ, για τα οποία δεν λαμβάνουν τόκους. Ωστόσο, ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ απώθησε αυτήν την ιδέα, λέγοντας: «Η γνώμη μου είναι ότι πρέπει να ασκούμε νομισματική πολιτική με βάση τη σταθερότητα των τιμών, όχι στα κέρδη και τις ζημίες των εθνικών κεντρικών τραπεζών».