Στην άκρη θα πρέπει να βάλουν οι γερμανικές τράπεζες τα πρόσφατα τεράστια κέρδη τους, ώστε να στρέψουν την προσοχή τους στο πώς μπορούν να προετοιμαστούν για το μέλλον.
Αυτή ήταν εξάλλου και η προτροπή που απηύθυνε η γερμανική ρυθμιστική αρχή στον τραπεζικό κλάδο, προκειμένου να κάνουν τις προβλέψεις τους σε περίπτωση αθέτησης πληρωμών από πελάτες, καθώς ο αντίκτυπος των υψηλότερων επιτοκίων τροφοδοτεί την οικονομία.
Προβλήματα ενόψει
Οι κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο σκλήρυναν επιθετικά τη νομισματική πολιτική τα τελευταία δύο χρόνια, σε μια προσπάθεια να τιθασεύσουν τον ραγδαία αυξανόμενο πληθωρισμό, αλλά το ενδιαφέρον έχει πλέον στραφεί στο πότε οι ομόλογες τράπεζες όπως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Τράπεζα της Αγγλίας θα αρχίσουν να μειώνουν και πάλι τα επιτόκια.
Αν και οι οικονομίες εμφανίστηκαν ανθεκτικές απέναντι στην αύξηση των επιτοκίων δανεισμού, πολλοί φορείς χάραξης πολιτικής έχουν προειδοποιήσει ότι ο αντίκτυπος στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις δεν έχει γίνει ακόμη πλήρως αισθητός.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, ο επικεφαλής της γερμανικής ρυθμιστικής αρχής (της Ομοσπονδιακής Αρχής Χρηματοοικονομικής Εποπτείας, η οποία είναι περισσότερο γνωστή ως BaFin), Βρετανός Μαρκ Μπράνσον, δήλωσε στο CNBC ότι ενώ το σοκ από τις αυξήσεις των επιτοκίων μοιάζει να αποτελεί ήδη παρελθόν, θα μπορούσε να προκαλέσει περαιτέρω προβλήματα στο μέλλον.
«Δεν έχουμε δει ακόμη τις δυσκολίες που προκύπτουν από αυτό το περιβάλλον επιτοκίων για τους πελάτες του τραπεζικού τομέα – είτε πρόκειται για τον τομέα των ακινήτων είτε για την πραγματική οικονομία», δήλωσε στην Annette Weisbach του CNBC, προσθέτοντας ότι «δεν θα είναι εύκολο» να επαναληφθεί η κερδοφορία που αναμένεται το 2023 και το 2024, καθώς τα επιτόκια παραμένουν ιστορικά υψηλά.
«Έτσι, οι επιχειρήσεις πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές όσον αφορά τις απαιτήσεις για προβλέψεις, όχι μόνο για να αφήσουν τους μετόχους να επωφεληθούν από την καλή χρονιά που είχαν, αλλά να βάλουν στην άκρη όσο το δυνατόν περισσότερα για να αντιμετωπίσουν το κόστος που έρχεται – γιατί θα έρθει και δεν ξέρουμε πόσο μεγάλο θα είναι», προειδοποίησε.
Η Deutsche Bank ξεπέρασε τις προσδοκίες για το τρίτο τρίμηνο με καθαρά κέρδη 1,031 δισ. ευρώ (1,12 δισ. δολάρια) και αμέσως δήλωσε ότι θα αυξήσει και θα επιταχύνει τις πληρωμές των μετόχων.
Ο κίνδυνος της αφερεγγυότητας
Η οικονομία της ευρωζώνης αναμένεται ευρέως να βρίσκεται σε ύφεση και ειδικότερα η Γερμανία προβλέπεται να αντιμετωπίσει παρατεταμένη ύφεση, έχοντας συρρικνωθεί κατά 0,3% σε ετήσια βάση το 2023, καθώς ο υψηλός πληθωρισμός και τα επιτόκια πλήττουν την ανάπτυξη.
Ωστόσο, πολλές τράπεζες δεν έχουν ακόμη αυξήσει σημαντικά τις προβλέψεις τους για ζημίες από δάνεια. Ο Μπράνσον εξήγησε στο CNBC ότι η αγορά θα πρέπει να αναμένει ότι θα ξεκινήσουν φέτος, ενώ ορισμένες μπορεί να έχουν ήδη αρχίσει να βάζουν στην άκρη περισσότερα χρήματα για επισφαλή δάνεια το τελευταίο τρίμηνο του 2023.
«Είδαμε να συμβαίνουν πράγματα στην αγορά εμπορικών ακινήτων, τα οποία ίσως είχαμε προβλέψει εδώ και πολύ καιρό, αλλά τώρα αποκρυσταλλώνονται, οπότε, όπως είπα, το 2024 και τα επόμενα χρόνια δεν θα είναι τόσο εύκολα όσο το 2023», επισήμανε ο επικεφαλής της BaFin.
Πρόσθεσε ότι οι δανειστές θα πρέπει να φροντίσουν τη λειτουργική ασφάλεια και σταθερότητα, όπως η προστασία από κυβερνοεπιθέσεις.
Οι πτωχεύσεις εταιρειών δεν έχουν ακόμη αυξηθεί σημαντικά με τον τρόπο που θα αναμενόταν κατά τη διάρκεια μιας ταχείας μείωσης των επιτοκίων. Ωστόσο, ο Μπράνσον σημείωσε ότι οι αριθμοί ήταν μέχρι στιγμής «τεχνητά χαμηλοί» λόγω μιας παρατεταμένης προηγούμενης περιόδου εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων και των μαζικών δημοσιονομικών κινήτρων από τις κυβερνήσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας Covid-19 και της ενεργειακής κρίσης τα τελευταία χρόνια.
«Έτσι, νομίζω ότι είναι σχεδόν αναμενόμενο ότι οι αφερεγγυότητες θα αρχίσουν να αυξάνονται και πάλι και αυτό είναι κατά κάποιο τρόπο φυσιολογικό για τις τράπεζες», είπε. «Γι’ αυτό είμαστε λίγο επιφυλακτικοί σχετικά με το ότι η κερδοφορία θα συνεχίσει να αυξάνεται μετά από ένα τόσο καλό 2023 – γι’ αυτό όμως και οι τράπεζες θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τώρα πώς θα καταρτίσουν το δικό τους προληπτικό σχέδιο δράσης».