Διαβάστε το παρακάτω κείμενο:
‘’Η ανάγκη εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι άμεση και επιτακτική ούτως ή άλλως […] Γιατί αυτή τη στιγμή συντελούνται στην παγκόσμια οικονομία αλλαγές όπως η νέα τεχνολογική επανάσταση, η εμφάνιση στο προσκήνιο των χωρών της βάσης του Ειρηνικού Ωκεανού και ο νέος διεθνής καταμερισμός της εργασίας. Άρα το θέμα της ανάπτυξης της οικονομίας μας και της γεφύρωσης του κενού που μας χωρίζει από τους ανταγωνιστές μας είναι εθνική προτεραιότητα […] Είναι κάτι που πρέπει να γίνει οπωσδήποτε αν δεν θέλουμε να εκφυλιστούμε σε μία περιθωριακή και υπανάπτυκτη χώρα […] Αν φθάσουμε έγκαιρα στο τέρμα, τότε μαζί με τους άλλους εταίρους μας θα συμμετάσχουμε σε μία διαδικασία που, παρά το βραχυπρόθεσμο κόστος της, έχει σημαντικά οφέλη για διανομή στους κερδισμένους.
[…] Εάν η Ελλάδα θέλει ένα κράτος πρόνοιας με υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση και ασφαλείς συντάξεις, πρέπει να έχουμε υπόψη μας την μάχη για την αύξηση της παραγωγικότητας […] δεν έχουμε άλλη επιλογή. Αν αυτή η στάση δεν υιοθετηθεί από την εργατική και τη μεσαία τάξη, οι επιπτώσεις μπορεί να είναι πολύ σοβαρές […] Στην Ελλάδα οι οικονομικοί πόροι για επενδύσεις συνθλίβονται από τα ελλείμματα του δημόσιου τομέα […] Εάν η Ελλάδα δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει την συμμετοχή στην τεχνολογική επανάσταση, τότε είμαστε καταδικασμένοι να παραμείνουμε μία τουριστική χώρα. Οι νέοι μας θα μεταναστεύσουν και θα έχουμε έναν πληθυσμό γερόντων που θα φροντίζει τα ξενοδοχεία.
[…] Η Ελλάδα έχει έναν υπερτροφικό δημόσιο τομέα που καταπνίγει την ιδιωτική επιχείρηση […] Αυτοί που εργάζονται στον δημόσιο τομέα είναι οι προνομιούχοι εργαζόμενοι στην Ελλάδα. Το όνειρο που καλλιεργήθηκε στον μέσο Έλληνα είναι να γίνει μισθωτός υπάλληλος του κράτους. Και αυτό διότι έχουν τους υψηλότερους μισθούς, συντάξεις, υγειονομική περίθαλψη και καλές διακοπές.
[…] Έχουμε περίπου το διπλάσιο προσωπικό που απαιτείται για να παράγουμε τις απαιτούμενες κρατικές υπηρεσίες […] Μπορεί να μας πάρει 10 ή 15 χρόνια, αλλά η δύσκολη αποστολή μας ως σοσιαλιστές είναι να θέσουμε τον τομέα αυτό υπό έλεγχο και να αυξήσουμε την παραγωγικότητά του.
[…] Οι άλογες απεργίες, οι υπερβολικές και σε πολλές περιπτώσεις εκβιαστικές απαιτήσεις συντεχνιών, οι καταλήψεις δημόσιων κτιρίων από μικρές και άσχετες με τους φοιτητές μειοψηφίες […] υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή. Οδηγούν σε αποδιοργάνωση και κατά συνέπεια σε αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού. Αυτές οι αντιδημοκρατικές μορφές πάλης, που εκδηλώνονται είτε ως άκαιρες απεργίες, είτε ως καταλήψεις, είτε ως ετσιθελική παρακώλυση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής στο κέντρο της Αθήνας, δεν χτυπούν κάποιες επιχειρήσεις ή οργανισμούς. Χτυπούν το κοινωνικό σύνολο, υπονομεύοντας την πανεθνική προσπάθεια και ετοιμότητα που σήμερα είναι περισσότερο παρά ποτέ αναγκαίες και για την οικονομία μας και για τους δημοκρατικούς μας θεσμούς και για τον ελληνισμό.‘’
Εάν κάποιος σήμερα προέβαινε σε γραπτές ή προφορικές δηλώσεις με το ανωτέρω περιεχόμενο, θα χαρακτηριζόταν ακραίος νεοφιλελεύθερος, όργανο της πλουτοκρατίας, ανάλγητος, εχθρός του λαού, πιόνι των τοκογλύφων και τα παρόμοια. Αυτά, πάντως, τα έχει πει ο ιδρυτής του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος και επί οκταετία και πλέον πρωθυπουργός της χώρας Ανδρέας Παπανδρέου (βλ. συνέντευξή του στον ‘’Οικονομικό Ταχυδρόμο’’, 30.07.1987 και στο ‘’Βήμα’’, 25.10.87.). Είχε πλέον συνειδητοποιήσει την καταστρεπτική πορεία, στην οποία μας οδηγούσε το κράτος – Φρανκεστάιν, το οποίο εν πολλοίς ο ίδιος δημιούργησε, και προσπάθησε να το τιθασεύσει, άνευ επιτυχίας …
Έκτοτε παρήλθαν όχι 10 ή 15 αλλά 35 και πλέον έτη και η χώρα οδηγήθηκε σε χρεοκοπία, ακριβώς διότι ‘’η δύσκολη αποστολή μας ως σοσιαλιστές να θέσουμε τον δημόσιο τομέα υπό έλεγχο και να αυξήσουμε την παραγωγικότητά του’’ απέτυχε οικτρά.
Σήμερα, μετά από μία δεκαετία οδυνηρών στερήσεων, εξακολουθεί να υπάρχει ικανός αριθμός πολιτικών και πολιτών που θεωρούν ότι για κάθε αναφυόμενο πρόβλημα η καλύτερη, αν όχι η μόνη, λύση είναι η ανάληψη της σχετικής αρμοδιότητας από το κράτος, η πρόσληψη περισσότερων δημοσίων υπαλλήλων και η διάθεση μεγαλύτερων κονδυλίων από τον κρατικό προϋπολογισμό ή από το (πεπερασμένων ορίων) Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ή, ακόμη, και από νέο δανεισμό.
Πρόκειται, ακριβώς, για την επικρατήσασα κατά το μεγαλύτερο διάστημα της μεταπολίτευσης αντίληψη του σοσιαλκρατισμού, η οποία χαρακτήρισε όλα σχεδόν τα κόμματα, εντός ή εκτός εξουσίας ευρισκόμενα (με μόνα διαφοροποιητικά στοιχεία την χρονική διάρκεια άσκησης της εξουσίας και την διαχειριστική (αν)επάρκεια των εκπροσώπων τους κατά την εφαρμογή των κρατικιστικών ιδεών τους στην πράξη).
Πέραν της κομμουνιστικής και της ριζοσπαστικής αριστεράς, πολιτικοί εκφραστές του σοσιαλκρατισμού βρίσκονται, ακόμη και σήμερα, σε διάφορους κομματικούς σχηματισμούς, είτε αποκαλούνται συντηρητικοί, εθνικιστές, λαϊκο-δεξιοί, κοινωνικά φιλελεύθεροι, προοδευτικοί ή οικολόγοι, Σπαρτιάτες ή Μυρμιδόνες ή ότι,δήποτε άλλο. Όλοι αυτοί, με τις κατά καιρούς ανακολουθίες και ασυναρτησίες τους, την άγνοια και την πολιτική τους ιδιοτέλεια, θεωρούν - στα λόγια - ότι ο σοσιαλισμός είναι ένα πολύ κακό πολιτικο-οικονομικό σύστημα, εκτός εάν το εφαρμόζουν οι ίδιοι, οπότε εξαγνίζεται.
Στην πράξη, θέτουν διαρκώς εμπόδια στην προσπάθεια (κατά τα προαναφερθέντα λόγια του Α.Γ.Π.) ‘’ανάπτυξης της οικονομίας μας και γεφύρωσης του κενού που μας χωρίζει από τους ανταγωνιστές μας’’, πλήττοντας έτσι καίρια μία κορυφαία εθνική προτεραιότητα.