Ως ένα βαθμό, η επικινδυνότητα του οποίου αγνοείται, το παγκόσμιο σύστημα είναι υπερχρεωμένο και μαζί με αυτό, η Ελλάδα ακόμα περισσότερο. Για να υπάρξει έτσι κάποια ισορροπία και αποφυγή σοβαρού ολισθήματος, θα πρέπει να έχουμε παραγωγή. Αυτή η τελευταία όμως προϋποθέτει παραγωγικές επενδύσεις. Και αυτό είναι δύσκολο. Οι παραγωγικοί τομείς στην Ελλάδα με το ζόρι αντιπροσωπεύουν 25%του ΑΕΠ μας.
Από την άλλη, ποιες επενδύσεις μπορούν να γίνουν όταν το ελληνικό Κράτος για παράδειγμα κυνηγά τους πολίτες του για να βρει λεφτά. Τα οποία όταν τα βρίσκει τους τα ξαναδίνει πίσω, όχι υπό τη μορφή παραγωγικής επένδυσης, η οποία δημιουργεί και απασχόληση, αλλά ως επίδομα. Σε μεγάλο βαθμό έτσι αντί για παραγωγική οικονομία, γινόμαστε επιδοτούμενη κοινωνία κυρίως δε για όσους έχουν.... μπάρμπα στην Κορώνη.
Όσο για το φορολογικό μας σύστημα αυτό και αν είναι σαρδανάπαλο. Κατά συνέπεια είναι και άδικο.
Στην Ελλάδα, ένας μισθωτός που έχει εισόδημα 40.000 ευρώ και άνω , φορολογείται 44%, την ώρα που ένας μερισματούχος επιχειρηματίας ή επενδυτής για εισόδημα εκατομμυρίων πληρώνει μόνον 5%.
Όπως αναφέρεται στον οικονομικό ιστότοπο euro2day ,μισθωτός με 4μελή οικογένεια με ετήσιο εισόδημα 45.000 ευρώ πληρώνει φόρο 44% για το ποσό πάνω από τις 40.000 ευρώ και 36% για εισοδήματα πάνω από 30 χιλ. ευρώ και μέχρι τις 40.000 ευρώ. Αντίθετα, επιχειρηματίας και γενικότερα μεγαλομέτοχοι με εισόδημα από μισθωτές εργασίες μέχρι 9.000 ευρώ που εμπίπτει στο αφορολόγητο, πληρώνει μόλις 5% για 1 ή 3 εκ. ευρώ από μερίσματα. Φυσικά, υπάρχουν εξαιρέσεις για μερικές κατηγορίες μισθωτών.
Κυβερνήτες, συγκυβερνήτες και μηχανικοί αεροσκαφών αεροπορικών εταιρειών που είναι φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας φορολογούνται με συντελεστή 15% (πέρασε το 2020 εν μέσω πανδημίας). Το ίδιο συμβαίνει με τους αξιωματικούς του Εμπορικού Ναυτικού ενώ το κατώτερο πλήρωμα φορολογείται με 10%.
Ευνοϊκές εξαιρέσεις υπάρχουν επίσης για τους βουλευτές και τους δικαστικούς. Δεν κάνουμε να αναφορά στους αυτοαπασχολούμενους - 250 χιλ. από 650.000 δηλώνουν συστηματικά ζημιές - τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες που δηλώνουν ψίχουλα σε σύγκριση με τους μισθωτούς και πληρώνουν λίγα έως ελάχιστα ποσά σε φόρους χωρίς κανένας πολιτικός να νοιάζεται λόγω ψήφων.
Επανερχόμαστε στην άνιση και άδικη φορολογική μεταχείριση της μισθωτής εργασίας έναντι του κεφαλαίου στην Ελλάδα, επισημαίνοντας πως άλλες χώρες έχουν υιοθετήσει διαφορετική πολιτική. Μια τέτοια χώρα είναι η Ελβετία.
Όπως λοιπόν μας ανέφερε Έλληνας της Ελβετίας, τα εταιρικά κέρδη φορολογούνται με συντελεστή από 12% έως 15% ανάλογα με το καντόνι έναντι 22% στην Ελλάδα. Όμως, τα μερίσματα που εισπράττει κάποιος δεν φορολογούνται αυτοτελώς. Μπαίνουν στη φορολογική κλίμακα φυσικών προσώπων και φορολογούνται αναλόγως, δηλ. πολύ υψηλότερα.
Οι Ελβετοί φορολογούν πιο βαριά τα μερίσματα γιατί θέλουν τα κέρδη να παραμένουν στην επιχείρηση και να επαν-επενδύονται. Μ' αυτό τον τρόπο κερδίζει τόσο η εθνική οικονομία λόγω αυξημένων επενδύσεων όσο και οι μέτοχοι αποκομίζοντας υπεραξίες αν η εταιρεία πάει καλά και οι επενδύσεις αποδώσουν. Στην Ελλάδα, οι ντόπιοι ολιγάρχες και άλλοι μεγαλομέτοχοι που εισπράττουν εκατοντάδες χιλιάδες ή εκατομμύρια υπό την μορφή μερισμάτων φορολογούνται αυτοτελώς με συντελεστή 5%.
Αυτό δεν πρέπει να συνεχισθεί. Η επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας θα πρέπει μειωθεί δραστικά - η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης ήταν τέτοιο μέτρο - με ανάλογη συμμετοχή των μερισμάτων στα φορολογικά έσοδα. Η ένταξη των μερισμάτων στη φορολογική κλίμακα θα ήταν τέτοιο μέτρο. Ακόμη κι αν πολλοί από τους μεγαλομετόχους σπεύσουν να γίνουν φορολογικοί κάτοικοι Κύπρου ή άλλων χωρών.
Η φορολογική πολιτική θα πρέπει να είναι δίκαιη και να συμβάλει στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας μέσω ενθάρρυνσης των επενδύσεων.
Η προσοδοθηρία από τη στιγμή που προσλαμβάνει καταχρηστικές διαστάσεις, γίνεται εργαλείο παραγωγής ανισοτήτων, φαινόμενο που μόνον τη λαϊκιστική χυδαιότητα ευνοεί.