Με τις διατάξεις αυτές ειδικότερα προβλέπονται κυρώσεις που υπολογίζονται επί της καθαρής αξίας των μη διαβιβασθέντων στοιχείων στην περίπτωση μη διαβίβασης συνόψεων εκδοθέντων παραστατικών εσόδων τιμολόγησης, εξόδων αυτοτιμολόγησης, τίτλων κτήσης και λογιστικών στοιχείων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή ειδικών φορολογικών διατάξεων. Προβλέπονται επίσης κυρώσεις για τη μη διαβίβαση εγγραφών μισθοδοσίας, αποσβέσεων και λοιπές εγγραφές τακτοποίησης εσόδων και εξόδων, για τη διαβίβαση ως εκδότης σύνοψης εκδοθέντος παραστατικού, μετά από διαβίβαση παράλειψης ή απόκλισης από τον λήπτη, για τη μη διαβίβαση παραστατικών διακίνησης και λοιπών παραστατικών είσπραξης, επιστροφής ή παραγγελίας.
Τονίζεται ότι οι ίδιες οι διατάξεις προβλέπουν ότι η έναρξη ισχύος εφαρμογής τους καθώς και οι οντότητες στις οποίες θα εφαρμοστούν οι διατάξεις αυτές θα καθοριστεί με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών μετά από εισήγηση του Διοικητή της ΑΑΔΕ.
Παρατίθενται ακολούθως οι διατάξεις του άρθρου 7 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου.
Στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4987/2022, Α' 206), μετά το άρθρο 54ΙΒ, προστίθεται άρθρο 54ΙΓ ως εξής:
«Άρθρο 54ΙΓ
Κυρώσεις για παράβαση της υποχρέωσης προς ηλεκτρονική διαβίβαση δεδομένων στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων
1. Σε οντότητα που παραβιάζει την υποχρέωση της παρ. 1 του άρθρου 15Α παραλείποντας να διαβιβάσει ή διαβιβάζοντας εκπρόθεσμα τα δεδομένα των εκδιδόμενων λογιστικών αρχείων στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) επιβάλλονται οι εξής κυρώσεις:
α) Αν, ως εκδότης, δεν διαβιβάσει συνόψεις εκδοθέντων παραστατικών εσόδων τιμολόγησης, εξόδων αυτοτιμολόγησης, τίτλων κτήσης και λογιστικών στοιχείων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή ειδικών φορολογικών διατάξεων, πρόστιμο ίσο με το δέκα τοις εκατό (10%) της καθαρής αξίας κάθε μη διαβιβασθέντος στοιχείου, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα διακόσια πενήντα ευρώ (250 €) σε ημερήσια βάση και τις εκατό χιλιάδες ευρώ (100.000 €) ανά φορολογικό έτος,
β) αν δεν διαβιβάσει δεδομένα που αφορούν εγγραφές μισθοδοσίας, αποσβέσεων και λοιπές εγγραφές τακτοποίησης εσόδων και εξόδων για σκοπούς προσδιορισμού του λογιστικού και φορολογικού αποτελέσματος ή δεν διαβιβάσει, ως εκδότης τιμολόγησης ή ως λήπτης αυτοτιμολόγησης, χαρακτηρισμούς δεδομένων εσόδων, με αποτέλεσμα οι χαρακτηρισμοί αυτοί να μην περιληφθούν στην οικεία δήλωση φορολογίας εισοδήματος, πρόστιμο διακοσίων πενήντα ευρώ (250 €) ανά φορολογικό έτος για κάθε παράβαση, εφόσον πρόκειται για υπόχρεο τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος, και πρόστιμο πεντακοσίων ευρώ (500 €) ανά φορολογικό έτος για κάθε παράβαση, εφόσον πρόκειται για υπόχρεο τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος,
γ) αν διαβιβάσει ως εκδότης σύνοψη εκδοθέντος παραστατικού, μετά από διαβίβαση παράλειψης ή απόκλισης από τον λήπτη, εφόσον η αρχική διαβιβασθείσα αξία είναι μικρότερη της πραγματικής, πρόστιμο ίσο με το πέντε τοις εκατό (5%) της καθαρής αξίας κάθε μη διαβιβασθέντος στοιχείου,
δ) αν δεν διαβιβάσει ψηφιακά παραστατικά διακίνησης, πρόστιμο εκατό ευρώ (100 €) για κάθε παράβαση μη διαβίβασης, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πεντακόσια ευρώ (500 €) σε ημερήσια βάση και τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (20.000 €) ανά φορολογικό έτος και
ε) αν δεν διαβιβάσει λοιπά παραστατικά είσπραξης, επιστροφής ή παραγγελίας, πρόστιμο εκατό ευρώ (100 €) για κάθε παράβαση μη διαβίβασης.
Σε περίπτωση παραβάσεων εκπρόθεσμης διαβίβασης των περ. α), β) και δ) επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το πενήντα τοις εκατό (50%) του αντίστοιχου προστίμου που προβλέπεται σε περίπτωση μη διαβίβασης.
2. Αν διαπραχθεί η ίδια παράβαση εντός πέντε (5) ετών από την κοινοποίηση πράξης επιβολής προστίμου της παρ. 1, τα πρόστιμα της παρ. 1 διπλασιάζονται και για κάθε νέα ίδια παράβαση εντός της πενταετίας τετραπλασιάζονται, χωρίς να υπερβαίνουν τα ανώτατα όρια των περ. α), β) και δ) της παρ. 1 ανά φορολογικό έτος. Η Α.Α.Δ.Ε. δύναται να δημοσιοποιεί τα στοιχεία των οντοτήτων που, κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου, υποτροπιάζουν ως προς την παράβαση της περ. α) της παρ. 1.
3. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών μετά από εισήγηση του Διοικητή ορίζονται η έναρξη εφαρμογής και οι οντότητες, στις οποίες εφαρμόζονται οι παρ. 1 και 2.