Ψήφο εμπιστοσύνης στην Ελλάδα δίνει η HSBC σε έκθεσή της για την ευρωπαϊκή οικονομία, καθώς επισημαίνει ότι πέτυχε «υπεραπόδοση».
Συνολικά, σε μεγάλο βαθμό λόγω των ισχυρών επιδόσεων το τέταρτο τρίμηνο του 2022, η HSBC ανεβάζει την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη του ΑΕΠ για το 2023 στο 2,1% (από 1,2%), παρόλο που αναμένει μικρή συρρίκνωση της δραστηριότητας στις αρχές του 2023. Παράλληλα, όμως περιορίζει την εκτίμηση για την ανάπτυξη για το 2024 στο 1,4% (από 1,7%) λόγω των αυστηρότερων συνθηκών χρηματοδότησης που συνδέονται με την απότομη νομισματική σύσφιξη της ΕΚΤ.
Οπως σημειώνει το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,4% σε τριμηνιαία βάση το τέταρτο τρίμηνο, λόγω της ιδιωτικής κατανάλωσης (+1,8%) και των αυξανόμενων επενδύσεων (+8,5% τριμήνου) και παρά την οπισθοδρόμηση στο εμπόριο, με τις εισαγωγές να αυξάνονται κατά 6,3% σε τριμηνιαία βάση.
Οι επενδύσεις είναι πλέον σχεδόν 50% πάνω από το προ-πανδημικό υψηλό τους (αν και ακόμα 30% χαμηλότερες από ό,τι στην αρχή του 2010 πριν την κρίση του ελληνικού δημόσιου χρέους). Το ΑΕΠ είναι τώρα 6,4% υψηλότερο από ό,τι πριν από την πανδημία – με την περσινή ανάπτυξη να τρέχει με 6,1% μετά από 8,1% το 2022.
Τα δεδομένα έχουν βελτιωθεί λίγο στο πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Ο PMI της μεταποίησης ανέβηκαν ξανά πάνω από το 50 τον Φεβρουάριο (51,7) και ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος (ESI) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ανέκαμψε περαιτέρω στο 107,5, το υψηλότερο επίπεδο πριν από την έναρξη του πολέμου Ουκρανίας-Ρωσίας. Το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 10,8% τον Ιανουάριο – το χαμηλότερο επίπεδο από το 2009
Κάποιοι άλλοι δείκτες, ήταν λιγότερο υποστηρικτικοί, επισημαίνει. Για παράδειγμα, η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας στη μεταποίηση μειώθηκε στο 72,9% τον Φεβρουάριο, το χαμηλότερο από τον περασμένο Σεπτέμβριο. Η έρευνα της οικοδομικής δραστηριότητας έπεσε στο -44 τον Φεβρουάριο, η πιο αδύναμη από την πανδημία. Επιπλέον, η καταναλωτική εμπιστοσύνη σημείωσε απροσδόκητα πτώση τον Φεβρουάριο (-47,4, πίσω στα επίπεδα του Δεκεμβρίου μετά την απότομη ανάκαμψη τον Ιανουάριο) και η ετήσια αύξηση των λιανικών πωλήσεων έχει αμβλυνθεί από το καλοκαίρι. Ωστόσο, ο πληθωρισμός υποχώρησε περαιτέρω τον Φεβρουάριο (6,5% σε ετήσια βάση από κορυφαίο 12,1% τον Σεπτέμβριο).
Η δημοσιονομική πολιτική παραμένει επίσης υποστηρικτική, ενώ το Ταμείο Ανάκαμψης –από το οποίο η Ελλάδα σκοπεύει να αξιοποιήσει επιδοτήσεις ύψους 1,6% του ΑΕΠ το 2023 και 1,5% το 2024– θα πρέπει να στηρίξει τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις (τα δάνεια του Ταμείου θα διατεθούν σε ιδιωτικές εταιρείες. Η Ελλάδα έχει λάβει 11 δισ. ευρώ από το ταμείο Ανάκαμψης, από συνολικά 31 δισ. ευρώ, θυμίζει.
Μετά από μια δυνατή σεζόν πέρυσι, ο τουρισμός ξεκίνησε και φέτος δυνατά. Η διεθνής επιβατική κίνηση στα 14 περιφερειακά αεροδρόμια της Ελλάδας που διαχειρίζεται η Fraport τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο αυξήθηκε κατά 66% από πέρυσι και στα επίπεδα του 2019, ενώ στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών (ΔΑΑ) ήταν 4% πάνω. Εκτιμούμε ότι πέρυσι μόνο ο ξένος τουρισμός μπορεί να έχει συνεισφέρει 4 ποσοστιαίες μονάδες στην αύξηση του ΑΕΠ, με περαιτέρω περιθώρια βελτίωσης φέτος, όταν θα μπορούσε να προσθέσει άλλες 1-2 ποσοστιαίες μονάδες.
Θέματα πολιτικής
Λόγω των ισχυρών φορολογικών εσόδων, το ταμειακό υπόλοιπο της κυβέρνησης βελτιώθηκε σημαντικά πέρυσι από πρωτογενές έλλειμμα 7,5 δισ. ευρώ το 2021 σε 0,3 δισ. ευρώ. Ο κυβερνητικός στόχος για την επίτευξη πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος φέτος φαίνεται ρεαλιστικός.
Το χρέος της Ελλάδας μειώθηκε πάνω από 35 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σε δύο χρόνια σε περίπου 170% πέρυσι – και αναμένεται να πέσει κάτω από το 160% έως το 2024, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010.
Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε ότι οι εκλογές θα διεξαχθούν στις 21 Μαΐου. Η ΝΔ είδε το προβάδισμά της έναντι του ΣΥΡΙΖΑ να μειώνεται σε περίπου 5 π.μ., μετά τα Τέμπη, επισημαίνει. Η απλή αναλογική καθιστά πιθανό ένα νέο γύρο με ενισχυμένη αναλογική, θυμίζει. Αυτό θα αυξήσει τις πιθανότητες να αποκτήσει η ΝΔ την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών ή τουλάχιστον να μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού.
Οι κίνδυνοι
Πέρυσι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας διευρύνθηκε από 6,8% του ΑΕΠ σε 9,7% του ΑΕΠ, πάνω από 20 δισ. ευρώ. Αυτό είναι το υψηλότερο από το 2010. Ωστόσο, η πλευρά της χρηματοδότησης ήταν πιο σταθερή, με υψηλές Αμεσες Ξένες Επενδύσεις (πάνω από 3% του ΑΕΠ) και κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης (περίπου 4% του ΑΕΠ).
Μέρος του οφειλόταν στην αύξηση των τιμών της ενέργειας και μέχρι στιγμής φέτος παρουσιάζει έντονη βελτίωση (το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε από 2,1 δισ. ευρώ πέρυσι σε 0,1 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο, αλλά αντικατοπτρίζει επίσης μια εκταμίευση 3,5 δισ. ευρώ NGEU από την ΕΕ), αλλά παρόλα αυτά προκαλεί ανησυχία για μια χώρα με εξωτερικό χρέος σχεδόν 300% του ΑΕΠ.
Με αυξημένες ανησυχίες για πιθανούς κινδύνους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούσαν σύντομα να έρθουν στο ραντάρ των επενδυτών. Ωστόσο, το σύστημα φαίνεται ανθεκτικό. Ο δείκτης NPEs μειώθηκε σε περίπου 6%, επίσης χάρη στα 18 δισ. ευρώ εγγυήσεων που παρέχονται στο πλαίσιο του κυβερνητικού συστήματος προστασίας περιουσιακών στοιχείων (Ηρακλής) που ξεκίνησε το 2019. Ο διοικητής της ΤτΕ δήλωσε ότι η πιθανότητα μετάδοσης της τραπεζικής κρίσης είναι «πολύ μικρός»
Ένας σημαντικός «ανοδικός κίνδυνος» από την άποψη της αγοράς είναι η πιθανότητα το δημόσιο χρέος της Ελλάδας να καταταχθεί σύντομα σε επενδυτική βαθμίδα. Η Ελλάδα χρειάζεται μόνο να ανέβει μία θέση στην κλίμακα αξιολόγησης μιας εκ των DBRS («BB high», «stable»), Fitch («BB+», «stable») και S&P («BB+», «stable»).