Η Ελλάδα θα συνεχίσει να έχει καλύτερες επιδόσεις από την ευρύτερη οικονομία της ευρωζώνης για τα επόμενα δύο χρόνια και το δημόσιο χρέος θα μειωθεί, προβλέπει η Capital Economics. Η ελληνική οικονομία ‘ισοπεδώθηκε’ το γ’ τρίμηνο, αλλά το ΑΕΠ εξακολουθούσε να είναι εντυπωσιακό 6% πάνω από το προ της πανδημίας επίπεδο. Και οι έρευνες για τις επιχειρήσεις παραμένουν πολύ πάνω από τους μακροχρόνιους μέσους όρους τους και είναι συνεπείς με την επιστροφή στην οικονομική ανάπτυξη το δ’ τρίμηνο.
Η κατανάλωση των νοικοκυριών έχει ενισχυθεί από την αύξηση της απασχόλησης, η οποία αυξήθηκε κατά 1,7% σε ετήσια βάση το τρίτο τρίμηνο, ωθώντας την ανεργία στο 10%, μια τεράστια βελτίωση από το 17% στο τέλος του 2019. Η πρόσφατη πτώση του δείκτη PMI για την απασχόληση υποδηλώνει ότι η αύξηση της απασχόλησης θα επιβραδυνθεί, αλλά όχι τόσο ώστε να ωθήσει το ποσοστό ανεργίας προς τα πάνω.
Η ανάπτυξη έχει βοηθηθεί από διαρθρωτικές βελτιώσεις στην οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της μεγάλης πτώσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Και ο ιδιωτικός τομέας της Ελλάδας είναι λιγότερο εκτεθειμένος από τους περισσότερους στην άνοδο των επιτοκίων, επειδή ο λόγος των πιστώσεων προς το ΑΕΠ είναι σχετικά χαμηλός.
Η επιβάρυνση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας είναι πολύ υψηλή με βάση τα διεθνή πρότυπα. Ωστόσο, η σταθερή οικονομική ανάπτυξη, τα πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού και το χαμηλό κόστος των τόκων λόγω προηγούμενων αναδιαρθρώσεων του χρέους έχουν θέσει τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ σε πτωτική τάση. Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης έχει μειωθεί ελαφρώς το 2023, υποβοηθούμενο από την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη και τον αξιοπρεπή έλεγχο των δαπανών. Και η αναβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πληροί αυτόματα τις προϋποθέσεις για ένταξη στα προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ, καταλήγει ο βρετανικός οίκος.