Θετική εξέλιξη για την πιστοληπτική ικανότητα των ελληνικών τραπεζών χαρακτηρίζει η Morningstar DBRS την επιτάχυνση της απόσβεσης του αναβαλλόμενου φόρου (DTC), καθώς όπως εξηγεί ο οίκος αξιολόγησης, αυτό θα επιτρέψει τη βελτίωση της ποιότητας των κεφαλαίων των τραπεζών και θα ενισχύσει τις στρατηγικές επιλογές τους για την αξιοποίηση των κεφαλαίων.
«Η άποψή μας είναι ότι οι τράπεζες θα μπορέσουν να απορροφήσουν τον αντίκτυπο από την γρηγορότερη απόσβεση, υπό την υπόθεση ότι η κερδοφορία και η οργανική παραγωγή κεφαλαίων θα παραμείνουν επαρκείς σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, κάτι το οποίο περιμένουμε σε αυτή τη φάση», σημειώνει ο αναλυτής του οίκου, Andrea Costanzo.
Υπενθυμίζεται ότι οι ελληνικές τράπεζες συσσώρευσαν DTCs λόγω των ζημιών που προέκυψαν από την ελληνική κρίση χρέους το 2009. Τα DTCs των συστημικών τραπεζών ανέρχονταν στα τέλη Σεπτεμβρίου στα 12,2 δισ. ευρώ, από 15,4 δισ. στα τέλη του 2019, σημειώνει η Morningstar DBRS.
Τα DTCs υπολογίζονται στην κεφαλαιακή δομή των ελληνικών τραπεζών και αποτελούν περίπου το 48% του CET1 κεφαλαίου τους, κατά μέσο όρο. Όμως, όπως τονίζει ο οίκος, τα DTCs θεωρούνται μια πιο αδύναμη μορφή κεφαλαίου, κάτι που λαμβάνει υπόψη του στις αξιολογήσεις του για τον κλάδο.
Μέχρι στιγμής, οι τράπεζες ακολουθούσαν ένα γραμμικό σχέδιο απόσβεσης των DTCs, ανεξάρτητα από την εξέλιξη της κερδοφορίας τους, με αποτέλεσμα ο αναβαλλόμενος φόρος να μειώνεται από 4% έως 6% ετησίως, από το 2019.
Ωστόσο, όπως ανακοίνωσαν οι τράπεζες μαζί με την δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων τους για το τρίτο τρίμηνο, σκοπεύουν να επιταχύνουν τις αποσβέσεις, από το 2025, με στόχο να έχουν αποσβέσει πλήρως τα DTCs το αργότερο έως το 2034. Όπως σημειώνει η Morningstar DBRS, το νέο αυτό χρονοδιάγραμμα είναι πολύ γρηγορότερο από το προηγούμενο, που προέβλεπε πλήρη απόσβεση το 2041. Αυτό θα επιτρέψει στις τράπεζες να αυξήσουν τις διανομές κεφαλαίου τους πιο κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η άποψη του οίκου είναι ότι οι τράπεζες θα μπορέσουν να απορροφήσουν την επίδραση της γρηγορότερης απόσβεσης των DTCs, αφού η οργανική παραγωγή κεφαλαίου τους έχει αποκατασταθεί.
Στο 9μηνο του 2024, οι συστημικές τράπεζες εμφάνιζαν συνολικά καθαρά κέρδη 3,5 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 23% σε ετήσια βάση. Η ετησιοποιημένη απόδοση κεφαλαίου ήταν 14%, από 13% το ίδιο διάστημα του 2023.
Η Morningstar DBRS εκτιμά ότι μέρος της βελτίωσης των αποτελεσμάτων θα αντισταθμιστεί από την συμπίεση των εσόδων από τόκους, καθώς μειώνονται τα επιτόκια, καθώς και από τα υψηλότερα λειτουργικά έξοδα και ενδεχομένως τις αυξημένες ζημιές από δάνεια.
Πάντως, οι πιέσεις στα έσοδα από τόκους μπορεί να αντισταθμιστούν από τις στρατηγικές hedging, ενώ την ίδια στιγμή, οι αναλυτές σημειώνουν ότι η αύξηση των δανείων είναι ισχυρότερη στην Ελλάδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
«Κατά την άποψή μας, οι πρωτοβουλίες για τη διαφοροποίηση του μείγματος εσόδων προς υψηλότερα έσοδα από προμήθειες, σε συνδυασμό με τη συνεχή πειθαρχία του κόστους θα παραμείνουν τα σημεία-κλειδιά για τη στήριξη της κερδοφορίας σε περιβάλλον χαμηλότερων επιτοκίων», αναφέρει ο οίκος.
Και επισημαίνει ότι η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών ενισχύθηκε στο 9μηνο του 2023, παρά τη διανομή μερισμάτων και τις σημαντικές νέες εκταμιεύσεις δανείων. Ο μέσος δείκτης CET1 ήταν 16,7%, από 15,6% στα τέλη του 2023. Αυτό μεταφράζεται σε μέσο «μαξιλάρι» 670 μονάδων βάσης πάνω από την ελάχιστη απαιτούμενη κεφαλαιακή επάρκεια.