Τα πάνω – κάτω έχει φέρει η ραγδαία ανατίμηση του φυσικού αερίου, καθώς παρασύρει προς τα πάνω και τις τιμές του πετρελαίου και του άνθρακα, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται φόβοι για νέα ενεργειακή κρίση, αλλά και ανατροπή της στροφής στην «πράσινη ανάπτυξη» που πραγματοποιεί η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ήδη η τιμή του φυσικού αερίου είναι στα διπλάσια επίπεδα από εκείνα στα οποία βρισκόταν προ πανδημίας, το 2019, ενώ έχει σχεδόν εξαπλασιαστεί από τα χαμηλά στα οποία είχε βυθιστεί τον Απρίλιο του 2020, όταν ο πλανήτης έμπαινε σε καραντίνα.
Η ανεπάρκεια προσφοράς φυσικού αερίου, δεν μπορεί να ικανοποιήσει την αυξανόμενη ζήτηση, με αποτέλεσμα η τελευταία να στρέφεται στο πετρέλαιο και το κάρβουνο.
Η αύξηση της ζήτησης σε συνδυασμό με την απροθυμία των πετρελαιοπαραγωγών χωρών του ΟΠΕΚ+ να αυξήσουν την παραγωγή έχουν φέρει πάλι στο προσκήνιο εκτιμήσεις, αναλύσεις και προβλέψεις που βάζουν την πιθανότητα η τιμή του πετρελαίου να κινηθεί προς τα 100 δολάρια ανά βαρέλι.
Κι όλα αυτά εν μέσω της γενικευμένης αβεβαιότητας για την πορεία της τιμής του φυσικού αερίου. Η τελευταία υποχώρησε απότομα (κατά 35%) την περασμένη εβδομάδα, όταν ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν δήλωσε ότι η Ρωσία είναι έτοιμη να αυξήσει τις προμήθειες φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, αλλά οι υποσχέσεις αυτές μένει να δοκιμαστούν στην πράξη.
Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι μέχρι πρότινος η τιμή του φυσικού αερίου καθοριζόταν με βάση εκείνη του πετρελαίου, ενώ τώρα η κατάσταση έχει αντιστραφεί.
Την ίδια στιγμή, η ζήτηση για κάρβουνο αυξάνεται επίσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περασμένη εβδομάδα η ζήτηση ηλεκτρικού στη Βρετανία καλύφθηκε από ένα εργοστάσιο κάρβουνου που έκανε «υπερωρίες» τη στιγμή που κανονικά η λειτουργία του έχει προγραμματιστεί να σταματήσει του χρόνου. Η Κίνα αυξάνει την παραγωγή κάρβουνου για να καλύψει τις ανάγκες της οικονομίας και των νοικοκυριών.
Καθώς οι ΑΠΕ δεν είναι ακόμα απολύτως «ώριμες» και φτηνές, πληθαίνουν οι φωνές που είναι, αν όχι επικριτικές, τουλάχιστον επιφυλακτικές για την ταχύτητα της στροφής στην πράσινη ενέργεια. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η «πράσινη στροφή» έχει μερίδιο ευθύνης στην ανατίμηση του φυσικού αερίου, αλλά η Ε.Ε. υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένες πολιτικές εξηγούν μόνο το 1/5 της πρόσφατης αύξησης της τιμής.
Η στροφή στις ΑΠΕ δεν συνδέεται μόνο με το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, που απειλεί την επιβίωση του ανθρώπινου είδους, αλλά και με τη στρατηγική αυτονομία της Ε.Ε., η οποία δεν διαθέτει ορυκτά ενεργειακά αποθέματα και επομένως είναι υποχρεωμένη να αναπτύξει τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας για να μην εξαρτάται ενεργειακά από τη Ρωσία και άλλους προμηθευτές.
Ταυτόχρονα, η στροφή στην πράσινη ενέργεια, συνδέεται με ένα νέο, αναγκαίο τεχνολογικό άλμα, στην παραγωγή και αποθήκευση ενέργειας, το οποίο πολλοί πιστεύουν ότι μπορεί να γίνει «ατμομηχανή» για την Ευρώπη τις επόμενες δεκαετίες.
Με άλλα λόγια, το ευρωπαϊκό «όνειρο» είναι να γίνει η Ε.Ε. πρωταγωνιστής στις τεχνολογίες της «οικονομίας του ήλιου και του υδρογόνου» -όπως ήταν οι ΗΠΑ με τη Σίλικον Βάλεϊ στην ψηφιακή οικονομία τις τελευταίες δεκαετίες.
Γι’ αυτό και οι Βρυξέλλες χαρακτηρίζουν «περιβαλλοντικό λαϊκισμό» τις αντιδράσεις στην «πράσινη μετάβαση» και υποστηρίζουν ότι, αντιθέτως, η πρόσφατη κρίση αποδεικνύει ακριβώς γιατί είναι απαραίτητη η ταχύτατη μετάβαση τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.