Αφού Ευρωπαική Ένωση αγωνίστηκε να αναπληρώσει τις αποθήκες της με φυσικό αέριο και να το κάνει πιο προσιτό, οι ηγέτες της θα εξετάσουν αύριο και την Παρασκευή εάν θα επιβάλουν τελικά ευέλικτο όριο στις τιμές, θα κάνουν από κοινού αγορές ή ακόμη θα δημιουργήσουν ένα νέο δείκτη σε μία προσπάθεια να μειώσουν τις τιμές ενέργειας. Αυτού του είδους τα μέτρα όμως δεν πρόκειται να κάνουν τη διαφορά. Το κλειδί θα είναι η μείωση της ζήτησης.
Για έναν χρόνο, η Ευρώπη βρισκόταν αντιμέτωπη με ασυνήθιστα υψηλές τιμές. Στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, τα προθεσμιακά ενός μηνός στο δείκτη ΤΤF που διαπραγματεύεται στο χρηματιστήριο του Άμστερνταμ, σπανίως ξεπερνούσαν τα 30 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Αυτό άρχισε να αλλάζει από πέρυσι το φθινόπωρο, όταν η παραγωγή φυσικού αερίου δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στην αυξημένη ζήτηση που πυροδοτήθηκε από το τέλος της πανδημίας και την ανάκαμψη της οικονομίας.
Η απόφαση της Ε.Ε. να μειώσει τις αγορές από το βασικό προμηθευτή της την Ρωσία, μετά την εισβολή στην Ουκρανία, οδήγησε σε έναν αγώνα δρόμου για την αγορά καυσίμου από άλλους προμηθευτές, με αποτέλεσμα η τιμή του φυσικού αερίου να εκτιναχθεί πάνω από τα 300 δολάρια ανά μεγαβατώρα τον Αύγουστο.
Tην ίδια στιγμή, οι κοινές αγορές, όπως έγινε και στη διάρκεια της πανδημίας με τις αγορές εμβολίων, ενδεχομένως να μην πείσει τους προμηθευτές να προσφέρουν καλύτερες τιμές αφού η ζήτηση θα παραμένει υψηλή. Ακόμη, η δημιουργία ενός εναλλακτικού δείκτη για το LNG, που θα μπορούσε να παρασύρει σε πτώση και τον TTF, θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά μόνο εάν οι παίκτες της βιομηχανίας είναι πρόθυμοι να τον χρησιμοποιήσουν.
Το μοναδικό πράγμα που θα μπορούσε να αποδώσει καρπούς είναι η μείωση της ζήτησης. Τα συμβόλαια μηνός TTF άρχισαν να υποχωρούν μόνο όταν έγινε γνωστό ότι οι χώρες της Ε.Ε. έχουν επιτύχει πληρότητα περίπου 92% στις αποθήκες φυσικού αερίου τους. Το ασυνήθιστα ήπιο φθινόπωρο έχει επίσης πειρορίσει την ανάγκη για θέρμανση, με αποτέλεσμα να μειωθούν οι τιμές σε χαμηλό τετραμήνου στα 118 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Μόνο εάν μάθουν να εξοικονομούν ενέργεια αλλά και να καταστήσουν τις επιχειρήσεις πιο αποδοτικές, αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για τις χώρες της Ε.Ε. να κρατήσουν σε χαμηλά επίπεδα τις τιμές.