Οικονομική ενίσχυση από το κράτος θα απαιτηθεί για να παραμείνουν στο ηλεκτρικό σύστημα της χώρας ως εφεδρείες, παλιές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής φυσικού αερίου, σταθμοί υδροηλεκτρικοί και αποθήκευσης ενέργειας.
Επιδοτήσεις θα είναι απαραίτητες και για την απόκριση ζήτησης, δηλαδή για τη μεταβολή της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας από τελικούς χρήστες (π.χ. εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις), όποτε κρίνεται αναγκαίο για την εξισορρόπηση του ηλεκτρικού δικτύου και την ενεργειακή ασφάλεια.
Ειδικότερα, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη επάρκειας του συστήματος που εκπονήθηκε από τον ΑΔΜΗΕ (Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας) και την οποία «υιοθετούν» οι συντάκτες του σχεδίου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), η κυβέρνηση οφείλει να βρει εργαλεία λειτουργικής ενίσχυσης όσων μονάδων θα πρέπει να παραμένουν stand-by ώστε να εξασφαλίζεται αφενός η βιωσιμότητά τους και αφετέρου η ενεργειακή επάρκεια της χώρας.
Σύμφωνα με τη μελέτη, για την αξιόπιστη κάλυψη του ηλεκτρικού φορτίου, υπό κάθε πιθανό κλιματικό σενάριο και με επαρκή εφεδρεία, από το 2025 έως και το 2040, επαρκεί η προσθήκη των τριών νέων μονάδων φυσικού αερίου στο σύστημα -του Μυτιληναίου στη Βοιωτία (826 MW), των ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και Motor Oil στην Κομοτηνή (877 MW) και των ΔΕΗ – ΔΕΠΑ Εμπορίας – Damco Energy στην Αλεξανδρούπολη (840 MW)- σε συνδυασμό με τις υπάρχουσες μονάδες φυσικού αερίου και με τη συνεισφορά μονάδων αποθήκευσης και απόκρισης ζήτησης.
O ΑΔΜΗΕ
Ο ΑΔΜΗΕ ωστόσο εξετάζει την περίπτωση πρόωρης απόσυρσης θερμικών μονάδων που χρησιμοποιούν αέρια καύσιμα (σήμερα φυσικό αέριο και στο μέλλον σταδιακά ανανεώσιμα αέρια ή υδρογόνο) καθαρά για οικονομικούς λόγους, δηλαδή την αδυναμία ανάκτησης κόστους από τη χονδρική αγορά μετά την ένταξη των τριών νέων μεγάλων μονάδων φυσικού αερίου.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης επάρκειας, τυχόν πρόωρη απόσυρση δύο ή τριών από τις παλαιότερες και λιγότερο αποδοτικές μονάδες φυσικού αερίου θα έχει μικρή επίπτωση στην επάρκεια του συστήματος και δεν θα απαιτηθούν μέτρα για πρόσθετη ισχύ.
Εάν όμως αποσυρθούν πρόωρα περισσότερες παλαιές μονάδες αερίου για οικονομικούς λόγους, η επάρκεια του συστήματος και οι εφεδρείες δεν θα είναι εξασφαλισμένες με συνέπεια να υπάρχει κίνδυνος περικοπής φορτίων πάνω από τα αποδεκτά όρια, πιθανώς και black out σε ορισμένες περιοχές.
Το οικονομικό πρόβλημα
Το πρόβλημα, όπως εξηγούν οι συντάκτες του ΕΣΕΚ, είναι καθαρά οικονομικό και όχι τεχνικό. Ουσιαστικά, θα πρέπει η κυβέρνηση να διασφαλίσει ότι οι μονάδες που θα πρέπει να παραμείνουν στο σύστημα ως εφεδρείες, να ανακτούν το κόστος για τη λειτουργία και τη συντήρησή τους. Ένα κόστος υψηλό για αυτές τις μονάδες που θα συμπληρώνουν τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) οι οποίες τα επόμενα χρόνια θα κυριαρχούν στο ενεργειακό μείγμα της χώρας.
Και αυτό διότι οι μονάδες που θα λειτουργούν ως εφεδρικές θα έχουν μικρό βαθμό χρησιμοποίησης, κατά συνέπεια θα χρειάζεται να ανακτούν το κόστος των απασχολουμένων κεφαλαίων μέσω της κοστολόγησης των παρεχόμενων υπηρεσιών στο σύστημα και μέσω άλλων μηχανισμών διασφάλισης της αμοιβής για το κεφάλαιό τους.
«Μηχανισμοί βασισμένοι στην καθαρή λειτουργία της αγοράς δεν εξασφαλίζουν επαρκή επιχειρηματική βεβαιότητα για εύλογη ανάκτηση του κόστους και κατά συνέπεια ενέχεται ο κίνδυνος πρόωρης απόσυρσης των παλαιών μονάδων εκτοπισμένες οικονομικά από τις τρεις νέες μεγάλες μονάδες», επισημαίνεται στην πρόταση για το νέο ΕΣΕΚ.
Ο μηχανισμός
Επομένως, για τη εξασφάλιση της επάρκειας του συστήματος ηλεκτρισμού – και την αποτελεσματική συμπλήρωση και εξισορρόπηση των ΑΠΕ – με υπηρεσίας ευελιξίας, όπως απαιτείται, κρίνεται ότι είναι αναγκαία η διασφάλιση ανάκτησης του κόστους των μονάδων, περιλαμβανομένων των πιο αποδοτικών από τις παλαιές μονάδες φυσικού αερίου.
Γι΄ αυτό οι μελετητές του ΕΣΕΚ κρίνουν ότι είναι απαραίτητος ένας μηχανισμός που θα αμείβει ταυτόχρονα και υπηρεσίες ευελιξίας και εφεδρείας από αποθηκευτικά μέσα κάθε είδους, όπως επίσης από την απόκριση της ζήτησης (βιομηχανικοί και εμπορικοί καταναλωτές) και τα υδροηλεκτρικά στον βαθμό που συμμετέχουν στη διάρκεια μεγάλης ανόδου φορτίου.
Με τη θέση σε εφαρμογή ενός τέτοιου μηχανισμού αμοιβής διαθεσιμότητας, με βάση ειδικές τεχνικές απαιτήσεις, η μελέτη του ΑΔΜΗΕ υπολογίζει ότι η επάρκεια και οι εφεδρείες είναι ασφαλείς και εντός των αποδεκτών ορίων έως το 2040. Έπειτα, τον ρόλο ενίσχυσης της επάρκειας και εφεδρείας αναμένεται να διαδραματίσει το υδρογόνο και τα ανανεώσιμα αέρια.