Πώς επιβιώνει η Ρωσία παρά τις σκληρές δυτικές κυρώσεις; Αυτό το ερώτημα επιχειρεί να απαντήσει σε ρεπορτάζ της η Άνα Σουάνσον, οικονομική ρεπόρτερ των Times της Νέας Υόρκης. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει, πέραν της δυσκολίας πολλών κρατών να απεξαρτηθούν από τη ρωσική ενέργεια, κρίσιμο ρόλο στην οικονομική σωτηρία του Κρεμλίνου έχουν διαδραματίσει φίλιες χώρες – με προεξάρχουσες την Κίνα, αλλά και τη νατοϊκή Τουρκία.
Εισαγωγές δι’ αντιπροσώπου
Όπως επισημαίνει στο άρθρο της η δημοσιογράφος των Times, από την επιβολή των κυρώσεων και έπειτα, οι εισαγωγές προϊόντων όπως smartphones, πλυντήρια και ημιαγωγοί από χώρες της Δύσης έχουν εκτιναχθεί σε χώρες όπως η Αρμενία, η Τουρκία, η Κίνα, η Λευκορωσία, το Καζακστάν και το Κιργιστάν. Φυσικά, το γεγονός αυτό δεν οφείλεται σε κάποια συνταρακτική αύξηση των αναγκών τους, αλλά στο γεγονός ότι τα κράτη αυτά στη συνέχεια εξάγουν τα συγκεκριμένα προϊόντα στη Ρωσία.
Έτσι, παρά το γεγονός ότι οι δυτικές τιμωρίες για την εισβολή στην Ουκρανία που περιλαμβάνουν περιορισμούς στις μεγαλύτερες ρωσικές τράπεζες και όρια στις πωλήσεις προϊόντων τεχνολογίας που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για στρατιωτικούς λόγους, έχουν οδηγήσει σε σημαντικές αυξήσεις των τιμών σε ένα πλήθος προϊόντων στη ρωσική αγορά, το εμπόριο της χώρας φαίνεται πως σε μεγάλο βαθμό έχει ανακάμψει στα προ της εισβολής επίπεδα. Σύμφωνα με αναλυτές που επικαλούνται οι Times, οι ρωσικές εισαγωγές ενδέχεται να έχουν ήδη φτάσει σε προπολεμικά επίπεδα – και αν όχι, αυτό θα συμβεί σύντομα.
Ταυτόχρονα, παρά τις αλλεπάλληλες ανακοινώσεις στην αρχή του πολέμου για απόσυρση δυτικών εταιρειών από τη χώρα, πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι μόλις το 9% των επιχειρήσεων με έδρα την ΕΕ και τα κράτη των G7 έχουν αποσυρθεί από μια εκ των ρωσικών θυγατρικών τους. Και οι ναυτιλιακές εταιρείες έχουν αυξήσει τις δραστηριότητές τους στην περιοχή, με τους στόλους τους να φέρονται να βοηθούν τη Ρωσία να εξάγει τους ενεργειακούς πόρους της κατά τρόπο που να παρακάμπτει τους περιορισμούς που της έχει επιβάλει η Δύση.
Το πλαφόν
Ένα από τα μέτρα που αναμενόταν να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο για τη ρωσική οικονομία ήταν η επιβολή πλαφόν στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου, αλλά και η περιορισμένη πρόσβαση της χώρας σε ημιαγωγούς και άλλα προϊόντα τεχνολογίας με κομβική σημασία. Όμως ακόμη και αυτές οι κυρώσεις δεν είναι βέβαιο ότι θα καταφέρουν να κάμψουν την οικονομία της χώρας που αποδείχθηκε αναπάντεχα ανθεκτική, όπως υπογραμμίζουν οι Times.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η ρωσική κεντρική τράπεζα κατόρθωσε να ενισχύσει την αξία του ρουβλίου και να διατηρήσει τη σταθερότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ενώ τη Δευτέρα 30/1 το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επικαιροποίησε την εκτίμησή του για την εξέλιξη της ρωσικής οικονομίας, προβλέποντας πλέον ανάπτυξη της τάξης του 0,3% για το 2023 αντί της αρχικά αναμενόμενης ύφεσης της τάξης του 2,3%.
Επιπλέον, το ΔΝΤ επεσήμανε ότι ο όγκος εξαγωγών ρωσικού πετρελαίου αναμένεται να διατηρήσει σε γενικές γραμμές τη δυναμική του παρά το πλαφόν και το ρωσικό εμπόριο θα συνεχίσει να ανακατευθύνεται προς τις χώρες που τηρούν στάση αποχής από τις κυρώσεις.
Νέα δρομολόγια
Τα περισσότερα εμπορικά πλοία δεν μεταφέρουν πλέον κινητά, πλυντήρια και εξαρτήματα αυτοκινήτων στο λιμάνι της Αγίας Πετρούπολης. Όμως τα φορτηγά και τα τρένα από τη Λευκορωσία, την Κίνα και το Καζακστάν αναλαμβάνουν να καλύψουν τις ανάγκες των Ρώσων σε προϊόντα. Επιπλέον, η ρωσική εταιρεία μεταφορών Fesco πρόσθεσε νέα πλοία και διαδρομές για να μεταφέρει βιομηχανικά αγαθά και ξένες συσκευές από την Κωνσταντινούπολη στο Νοβοροσίσκ.
Φυσικά, ορισμένοι τομείς της ρωσικής οικονομίας αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα, με κυριότερη την αυτοκινητοβιομηχανία που έχει ανάγκη από εξαρτήματα που προέρχεται από τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα. Όμως σε γενικές γραμμές, η στρατιωτική βιομηχανία και οι υψηλές τιμές της ενέργειας κατάφεραν να αντισταθμίσουν αυτά τα ζητήματα. Έτσι, μπορεί η ρωσική οικονομία να μην είναι στην καλύτερη στιγμή της, όμως δεν βρίσκεται σε καμία περίπτωση και ένα βήμα πριν την καταστροφή, ενώ το Κρεμλίνο μπορεί να αντλήσει τους αναγκαίους πόρους για να συνεχίσει την πολεμική του προσπάθεια.
Ένα κενό στο σχήμα της Ρωσίας
Μετά την εισβολή στην Ουκρανία, η Ρωσία σταμάτησε να δημοσιεύει στοιχεία για το διεθνές εμπόριο. Όμως αναλυτές και οικονομολόγοι αντλούν τα συμπεράσματά τους για την εμπορική της συμπεριφορά, αθροίζοντας τα στοιχεία που δημοσιεύουν άλλες χώρες για το εμπόριό τους με τη Ρωσία.
Ο Μάθιου Κλάιν, ένας εκ των συγγραφέων του βιβλίου «Οι Εμπορικοί Πόλεμοι Είναι Ταξικοί Πόλεμοι» έχει υπολογίσει ότι το Νοέμβριο οι εισαγωγές της Ρωσίας ήταν μόλις 15% λιγότερες σε σχέση με τον μηνιαίο μέσο όρο πριν την εισβολή.
Οι διεθνείς εξαγωγές προς τη Ρωσία πιθανότατα ανέκαμψαν πλήρως στη διάρκεια του Δεκεμβρίου, αν και πολλά κράτη εξακολουθούν να μην έχουν δημοσιεύσει εμπορικά στοιχεία για το μήνα, σύμφωνα με τον οικονομικό συγγραφέα που μίλησε σχετικά στους Times της Νέας Υόρκης. Όπως επεσήμανε, «το μεγαλύτερο μέρος της ανάκαμψης οφείλεται συγκεκριμένα στην Κίνα και την Τουρκία».
Δεν είναι ξεκάθαρο τι ποσοστό αυτού του εμπορίου παραβιάζει τις δυτικές κυρώσεις, όμως τα μοτίβα είναι «ύποπτα», σύμφωνα τόσο με τον Κλάιν όσο και με την Silverado Policy Accelerator, μια ΜΚΟ με έδρα την Ουάσιγκτον που εκτιμά ότι η αξία των ρωσικών εισαγωγών στην πραγματικότητα έχει ξεπεράσει τα προπολεμικά επίπεδα ήδη από τον Σεπτέμβριο. Μόνο το ζήτημα των ημιαγωγών φαίνεται πως παραμένει αγκάθι για τη Ρωσία.
Τα όρια του πλαφόν
Όσο για το πλαφόν στην τιμή του πετρελαίου; Είναι επίσης αμφίβολο αν θα προκαλέσει προβλήματα στο Κρεμλίνο.
Βάσει του πλαφόν, η Ρωσία μπορεί να προχωρήσει σε πωλήσεις πετρελαίου σε όλο τον κόσμο με τη χρήση δυτικών ναυτιλιακών ασφαλίσεων και χρηματοδότησης μόνο στο βαθμό που η τιμή του δεν ξεπερνά τα $60 ανά βαρέλι. Αυτό το όριο έχει σχεδιαστεί προκειμένου και ο μαύρος χρυσός να συνεχίσει να κυλά στις διεθνείς αγορές και τα κέρδη της ρωσικής κυβέρνησης από αυτόν να περιορίζονται.
Ορισμένοι αναλυτές, ωστόσο, υποστηρίζουν εδώ και καιρό ότι η Ρωσία αναζητά τρόπους να παρακάμψει αυτά τα μέτρα, χρησιμοποιώντας πλοία που δεν στηρίζονται σε δυτικά ασφαλιστικά ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Σύμφωνα με τον Αμί Ντάνιελ, επικεφαλής της Windward, έχουν υπάρξει εκατοντάδες περιπτώσεις ανθρώπων από χώρες όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Ινδία, η Κίνα, το Πακιστάν, η Ινδονησία και η Μαλαισία που αγόρασαν πλοία με στόχο να δημιουργήσουν έναν μη-δυτικό πλαίσιο εμπορίου για τη Ρωσία.
Επιπλέον, εξήγησε στους Times ότι η εταιρεία του έχει διαπιστώσει τεράστια αύξηση ναυτιλιακών πρακτικών που μοιάζουν σχεδιασμένες για την παραβίαση των κυρώσεων. Περιλαμβάνουν τη μεταφορά ρωσικού πετρελαίου μεταξύ πλοίων που βρίσκονται στα ανοιχτά, σε διεθνή ύδατα που δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία του ναυτικού καμιάς χώρας, αλλά και απόπειρες πλοίων να αποκρύψουν τις δραστηριότητές τους απενεργοποιώντας τις συσκευές δορυφορικού εντοπισμού που καταγράφουν την τοποθεσία τους – ή και μεταδίδοντας ψεύτικες συντεταγμένες.
Μεγάλο μέρος αυτών των δραστηριοτήτων συνέβαινε στη μέση του Ατλαντικού, όμως μετά τα δημοσιεύματα για ύποπτες πρακτικές, ο κόμβος ύποπτων δραστηριοτήτων μεταφέρθηκε στο νότο, ανοιχτά της Νότιας Αφρικής, σύμφωνα με τον Ντάνιελ.
Μέχρι στιγμής, το πλαφόν φαίνεται να πετυχαίνει τον στόχο της μείωσης της τιμής του ρωσικού πετρελαίου, όμως μένει να φανεί αν αυτά τα σκιώδη πλοία θα επιτρέψουν στη Ρωσία να δράσει εκτός πλαισίου, κερδοφορώντας.