Στις 24 Φεβρουαρίου συμπληρώνεται ένας χρόνος από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, ενώ από τις πρώτες εβδομάδες της εισβολής η Δύση επέβαλε κυρώσεις κατά της Ρωσίας.
Ο Guardian, σε μακροσκελή ανάλυσή του, εξετάζει κατά πόσο αυτές οι κυρώσεις «πλήγωσαν» τη ρωσική οικονομία και το καθεστώς του Βλαντίμιρ Πούτιν, καθώς και ποια θα είναι η τακτική των δύο πλευρών από εδώ και πέρα.
«Η ρωσική οικονομία είναι έτοιμη να μειωθεί στο μισό», προέβλεπε ο Τζο Μπάιντεν τον περασμένο Μάρτιο, καθώς προανήγγειλε τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν κατά της Ρωσίας μετά την πλήρους κλίμακας εισβολή της στην Ουκρανία.
Η Αναλένα Μπέρμποκ, υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, είχε δεσμευτεί ότι οι κυρώσεις «πλήττουν το σύστημα Πούτιν στον πυρήνα της εξουσίας του». Η Λιζ Τρας, η ομόλογός της στο Ηνωμένο Βασίλειο εκείνη την εποχή, είχε προβλέψει ότι οι ολιγάρχες του Βλαντίμιρ Πούτιν δεν θα έχουν πουθενά να κρυφτούν. Οι κυρώσεις της ΕΕ, είχε δηλώσει η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν «δουλεύουν για να ακρωτηριάσουν την ικανότητα του Πούτιν να χρηματοδοτεί την πολεμική του μηχανή».
Σε μια ενημέρωση τον Ιανουάριο του 2022, αξιωματούχοι του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών δήλωσαν ότι η Ουάσινγκτον ήταν έτοιμη να εφαρμόσει κυρώσεις «με τεράστιες συνέπειες που δεν είχαν ληφθεί υπόψη το 2014 (σ.σ. όταν η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία). Αυτό σημαίνει ότι η τακτική των σταδίων του παρελθόντος έχει τελειώσει και αυτή τη φορά θα ξεκινήσουμε από την κορυφή της κλίμακας και θα παραμείνουμε εκεί».
Το Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών (IIF) προέβλεψε πτώση του ρωσικού ΑΕΠ κατά 15% το 2022. Η JP Morgan προέβλεψε συρρίκνωση κατά 12%. Οι ίδιοι οι τεχνοκράτες της Ρωσίας προειδοποίησαν ιδιαιτέρως τον Πούτιν για πιθανή πτώση 30%.
Ποια ήταν η πραγματικότητα
Η πραγματικότητα ήταν κάπως διαφορετική. Αναλυτές υποστηρίζουν ότι η Δύση είχε μια υπερβολική αυτοπεποίθηση που έφτανε στα όρια της ύβρεως σχετικά με την ταχύτητα με την οποία οι κυρώσεις που συμφωνήθηκαν με πρωτοφανή συντονισμό από την G7 θα μπορούσαν να βλάψουν τη Ρωσία.
Η ρωσική οικονομία συρρικνώθηκε μόνο κατά 2,2% πέρυσι. Η ανεργία, σύμφωνα με ομολογουμένως αμφίβολα επίσημα στοιχεία, ανέρχεται σήμερα στο 3,7%. Ο κατασκευαστικός τομέας μπόρεσε να αναπτυχθεί σημαντικά, ακόμη κι αν οι βιομηχανίες αυτοκινήτων και ηλεκτρονικών υπέφεραν. Μια εξαιρετική συγκομιδή οδήγησε στην ανάπτυξη του γεωργικού τομέα.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει τώρα ότι η Ρωσία θα αναπτυχθεί ταχύτερα το 2023 και το 2024 από ό,τι το Ηνωμένο Βασίλειο.
Καθώς ο πόλεμος πλησιάζει στην επέτειο του ενός έτους, η συζήτηση σχετικά με την αποτελεσματικότητα των κυρώσεων έχει ενταθεί.
Τι λένε οι υπερασπιστές των κυρώσεων
Οι υπερασπιστές των κυρώσεων λένε ότι το ρούβλι και το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν είναι σημαντικοί δείκτες, εν μέρει επειδή τα ρωσικά στατιστικά στοιχεία είτε είναι απόρρητα είτε χειραγωγούνται ως μέρος της πολεμικής προσπάθειας. «Σας παρακαλώ, μη με ρωτάτε για τα στοιχεία του ΑΕΠ. Δεν έχουν σημασία», δήλωσε η Ελίνα Ριμπάκοβα, αναπληρώτρια επικεφαλής οικονομολόγος του Institute of International Finance, ενός παγκόσμιου βιομηχανικού οργανισμού.
Ο Βλαντίμιρ Μιλόφ, πρώην αναπληρωτής υπουργός Ενέργειας της Ρωσίας και συγγραφέας μιας έκθεσης του Κέντρου Μάρτενς για τις κυρώσεις, δήλωσε ότι μπορεί να είναι πιο διδακτικό να παρακολουθείται μια δωδεκάδα περίπου «μαλακών δεικτών», όπως οι πωλήσεις αλκοόλ, τα ποσοστά διαζυγίων, οι κλοπές σε καταστήματα, οι δαπάνες για τρόφιμα, οι δημοσκοπήσεις, το αίσθημα των πελατών των τραπεζών ή τα φορολογικά έσοδα.
«Μην κοιτάτε το ρολόι κάθε πέντε λεπτά για να δείτε αν οι κυρώσεις λειτουργούν. Ασκήστε στρατηγική υπομονή», δήλωσε ο Μιλόφ, ο οποίος είναι επίσης σύμμαχος του φυλακισμένου ηγέτη της ρωσικής αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι.
Η Αγκάθι Ντεμαράις, συγγραφέας του «Backfire», μιας μελέτης για τις αμερικανικές κυρώσεις, δήλωσε: «Πρόκειται για μαραθώνιο και όχι για σπριντ, αλλά η χρηματοδότηση του πολέμου γίνεται όλο και πιο δύσκολη».
Οι οικονομολόγοι της Οικονομικής Σχολής του Κιέβου προχωρούν ακόμη παραπέρα, υποστηρίζοντας ότι να βρισκόμαστε σε ένα αποφασιστικό σημείο καμπής, καθώς το αυξανόμενο ρωσικό δημοσιονομικό έλλειμμα – που διογκώνεται από τις πρόσθετες αμυντικές δαπάνες και την κατάρρευση των εσόδων από τους υδρογονάνθρακες – αναγκάζει την κεντρική τράπεζα της Ρωσίας να καταναλώσει τα αποθεματικά της.
Το αρχικό οικονομικό blitzkrieg
«Είναι κατανοητό ότι η Δύση παρασύρθηκε στην αρχή, οδηγώντας σε λανθασμένες προσδοκίες για πραξικόπημα στο «παλάτι»», δήλωσε ο Τσαρλς Λίχφιλντ, αναπληρωτής διευθυντής του Atlantic Council, ενός αμερικανικού think tank.
Μετά από όλα αυτά, οι Ρώσοι άρχισαν να σπεύδουν προς τα μηχανήματα ανάληψης μετρητών, φοβούμενοι τι θα γίνει με τις τράπεζες. Το ρούβλι κατέρρευσε, πέφτοντας από περίπου 70-75 έναντι του δολαρίου σε σχεδόν 140.
Ο Guardian περιγράφει γλαφυρά ότι μπήκε λουκέτο στις πύλες των ευρωπαϊκών «παιδικών χαρών» για τους ολιγάρχες και τα παιχνίδια επίδειξής τους μπήκαν στον «πάγο».
Αυτό ήταν ένα βαρύ πλήγμα για αυτούς, ιδιαίτερα στο Λονδίνο, όπου η συντηρητική κυβέρνηση στράφηκε ξαφνικά εναντίον των Ρώσων πλουσίων μετά από δεκαετίες χαλαρότητας και ξεπλύματος παρά τη διαβόητη φήμη τους. Μέσα σε περίπου τέσσερις μήνες είχαν «παγώσει» ρωσικά περιουσιακά στοιχεία αξίας περίπου 13,8 δισ. ευρώ (12,3 δισ. στερλίνες).
Σε ποιους επιβλήθηκαν οι κυρώσεις
Ακόμη και οι μικρότερες συναλλαγές κινδύνευαν να «κολλήσουν» για εβδομάδες, αν όχι μήνες, καθώς οι διεθνείς τράπεζες ήταν επιφυλακτικές ως προς τη διευκόλυνση των μεταφορών από Ρώσους πελάτες. Συνολικά, η ΕΕ επέβαλε κυρώσεις σε 1.386 άτομα και 171 οντότητες.
Εκατοντάδες από τις μεγαλύτερες δυτικές επιχειρήσεις, από τα McDonalds μέχρι την BP και τις πολυεθνικές της πληροφορικής, «αυτοκυρώθηκαν» αναστέλλοντας ή τερματίζοντας τις δραστηριότητές τους στη Ρωσία, ακόμη κι αν ορισμένες δεν έφυγαν πραγματικά. Η γερμανική εταιρεία χημικών BASF υπέστη απομείωση 7,9 δισ. δολαρίων (6,5 δισ. στερλίνες) στη διαδικασία, ακόμη και αν ελπίζει να τη μετακυλήσει στους φορολογούμενους.
Όμως, η ρωσική κεντρική τράπεζα, η οποία ειρωνικά στελεχώνεται σε μεγάλο βαθμό από φιλελεύθερους πραγματιστές που αντιτίθενται στην εισβολή στην Ουκρανία, επικράτησε της Δύσης.
Στις 28 Φεβρουαρίου, η Δύση προσπάθησε να στήσει ενέδρα στη Ρωσία, όπως γράφει ο Guardian, «παγώνοντας», σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα της χώρας, περίπου 300 δισ. δολάρια ή 40% των συνολικών συναλλαγματικών αποθεμάτων της που διατηρούσε στο εξωτερικό.
Τα υπόλοιπα δεν διακρατούνταν σε δυτικά νομίσματα. «Ο στόχος ήταν να γίνει πιο δύσκολη η υπεράσπιση του νομίσματος, να αυξηθεί το κόστος χρηματοδότησης του πολέμου και να τροφοδοτηθεί ο πληθωρισμός», δήλωσε η Ντεμαράις.
Η αντίδραση της Ναμπιουλίνα
Όμως, η διοικήτρια της ρωσικής κεντρικής τράπεζας, Ελβίρα Ναμπιουλίνα, αντέδρασε αποφασιστικά, αυξάνοντας το βασικό επιτόκιο στο 20% στις 28 Φεβρουαρίου, κλείνοντας ουσιαστικά τα ενυπόθηκα και εταιρικά δάνεια, αλλά καθιστώντας τις καταθέσεις εξαιρετικά ελκυστικές.
Αυτό απέτρεψε τους πολίτες από το να πανικοβληθούν και να αποσύρουν όλα τα χρήματά τους από τους λογαριασμούς τους. Στις 7 Μαρτίου, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ρωσική ιστορία, η κεντρική τράπεζα απαγόρευσε πλήρως την πώληση και ανάληψη δολαρίων και ευρώ που είχαν κατατεθεί πριν από τις 24 Φεβρουαρίου.
Η Ρωσία διαπραγματεύτηκε επίσης την παραμονή ορισμένων τραπεζών της – κυρίως της Gazprombank – στο παγκόσμιο σύστημα Swift, επειδή διαχειρίζονταν πληρωμές που σχετίζονταν με τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, από τις οποίες η ΕΕ εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό. Μετά από μια σύντομη περίοδο πίεσης τον Μάρτιο του 2022, η διαρθρωτική ρευστότητα επέστρεψε λίγο πολύ στα προ των κυρώσεων επίπεδα. Μέχρι τον Ιούνιο το ρούβλι είχε σταθεροποιηθεί.
Μόλις το αρχικό οικονομικό blitzkrieg – που προετοιμάστηκε μυστικά στο υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ τους μήνες πριν από τον πόλεμο – αποκρούστηκε, η Δύση έπρεπε να αναθεωρήσει την τακτική της, αποδεχόμενη σιωπηρά ότι δεν είχε ξεκινήσει από την κορυφή της κλίμακας των κυρώσεων και ότι υπήρχαν κι άλλα σκαλοπάτια για να ανέβει.
Η δεύτερη φάση θα ήταν περισσότερο ένας πόλεμος φθοράς, συνεχούς προσαρμογής και οικοδόμησης συναίνεσης σε ολόκληρη την ΕΕ.
Οι κυρώσεις δεν προχώρησαν με τον ίδιο ρυθμό
Ωστόσο, εμφανίστηκαν προβλήματα στη διαδικασία. Δεδομένου ότι τα πακέτα κυρώσεων της ΕΕ απαιτούν ομοφωνία, διαφωνούντες ιδεολογικά όπως η Ουγγαρία είχαν τεράστια επιρροή. Η προσωπική σχέση του Βίκτορ Όρμπαν με συγκεκριμένους Ρώσους ολιγάρχες έγινε εμφανής.
Ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ διαπίστωσαν ότι δεν διέθεταν τους νόμους ή τις διαδικασίες για την εφαρμογή των κυρώσεων που συμφωνήθηκαν στις Βρυξέλλες. Μόλις τώρα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνεργάζεται με τα κράτη μέλη, για παράδειγμα, για τη δημιουργία ενός ενιαίου τρόπου για θέματα επιβολής και εφαρμογής (σ.σ. κυρώσεων) με διασυνοριακές διαστάσεις.
Οι διαφορές ως προς τη σφοδρότητα με την οποία επιβάλλονταν οι κυρώσεις έγιναν εντυπωσιακές. Τα στοιχεία της ΕΕ δείχνουν ότι η Ελλάδα είχε δεσμεύσει μόνο 222.000 ευρώ σε ρωσικά περιουσιακά στοιχεία και η Μάλτα μόνο 200.000 ευρώ. Οι ίδιες δύο χώρες είχαν προσπαθήσει τον Απρίλιο να εμποδίσουν την απαγόρευση εισόδου πλοίων με ρωσική σημαία σε λιμάνια της ΕΕ, υπενθυμίζει ο Guardian.
Οι αυστριακές εταιρείες δεν έσπευσαν να εγκαταλείψουν τη Ρωσία. Σύμφωνα με μια εκτίμηση, 43 αυστριακές επιχειρήσεις παρέμειναν και μόνο δύο έφυγαν εντελώς. Το Βέλγιο άσκησε πιέσεις για να διατηρήσει τη βιομηχανία διαμαντιών 500 ετών στην Αμβέρσα ανοιχτή στη ρωσική εταιρεία εξόρυξης Alrosa.
Μεταξύ των μελών του ΝΑΤΟ, η άρνηση της Τουρκίας να συμμετάσχει στον συνασπισμό κυρώσεων έχει καταστεί μείζον πρόβλημα.
Οι ΗΠΑ βλέπουν επίσης με καχυποψία έναν άλλο σύμμαχο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, γράφει ο Guardian.
Πού οφείλεται η ανθεκτικότητα της ρωσικής οικονομίας
Η εκπληκτική ανθεκτικότητα της ρωσικής οικονομίας δεν οφείλεται πρωτίστως στον επαγγελματισμό των αξιωματούχων της κεντρικής τράπεζας ή στα προβλήματα που έχουν προκύψει για την επιβολή των κυρώσεων, αλλά αντίθετα σε ένα εκτυφλωτικά προφανές διαρθρωτικό ελάττωμα των κυρώσεων: την εξάρτηση της Ευρώπης από τις ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, πηγή του 40% των εσόδων του ρωσικού προϋπολογισμού.
«Η μη επιβολή εμπάργκο στις ρωσικές εξαγωγές από νωρίς οδήγησε σε υψηλά εμπορικά και δημοσιονομικά πλεονάσματα ρεκόρ που έδωσαν στο καθεστώς Πούτιν ένα τεράστιο οικονομικό μαξιλάρι, αρκετό για να διατηρήσει πολλούς μήνες τον πόλεμο», δήλωσε ο Όλεγκ Ιτσχόκι, Ρωσο-αμερικανός οικονομολόγος.
«Μόνο οι εισαγωγές του Πούτιν μποϊκοταρίστηκαν, ενώ οι εξαγωγές του συνεχίστηκαν. Ως αποτέλεσμα κατέρρευσε η ρωσική αυτοκινητοβιομηχανία και η βιομηχανία ηλεκτρικών ειδών, αλλά όχι οι εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου».
Διάφορες ομάδες δυτικών οικονομολόγων προσπάθησαν τον Μάρτιο και τον Απρίλιο να πείσουν τους Γερμανούς πολιτικούς ότι η διακοπή της παροχής ρωσικής ενέργειας δεν θα οδηγούσε τη γερμανική οικονομία σε κατάρρευση.
Ωστόσο, η ΕΕ θα μπορούσε να αποσυνδεθεί από τη ρωσική ενέργεια μόνο με την ταχύτητα που η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία που είναι πιο ευάλωτη στον ενεργειακό εκβιασμό του Πούτιν, ήταν διατεθειμένη να ανεχθεί, εξηγεί ο Guardian.
Η Ευρώπη συνέχισε να χρηματοδοτεί τη ρωσική πολεμική μηχανή που κατήγγειλε.
Η αντεπίθεση του Κρεμλίνου
Μέχρι το καλοκαίρι τα ρωσικά ταμεία ήταν σε τέτοια κατάσταση που ο Πούτιν αισθάνθηκε αρκετά σίγουρος ώστε να εξαπολύσει αντεπίθεση επιβραδύνοντας τις προμήθειες φυσικού αερίου προς την Ευρώπη.
Καθώς το 40% του φυσικού αερίου της Ευρώπης προέρχεται από τη Ρωσία, απαίτησε τον Απρίλιο να τερματιστεί η παροχή φυσικού αερίου σε όποια χώρα αρνηθεί να πληρώσει σε ρούβλια. Η Ευρώπη δυσανασχέτησε αλλά συμμορφώθηκε.
Τον Ιούνιο άρχισε να επεμβαίνει στη ροή φυσικού αερίου μέσω του αγωγού Nord Stream 1 από τη Ρωσία προς τη Γερμανία. Αρχικά μείωσε τις παραδόσεις μέσω του αγωγού κατά 75%, από 170 εκατ. κυβικά μέτρα την ημέρα σε περίπου 40 εκατ. μέτρα. Τον Ιούλιο, ο αγωγός έκλεισε για 10 ημέρες, με τους υπεύθυνους να επικαλούνται την ανάγκη για βασικές εργασίες συντήρησης. Κατά την επαναλειτουργία, η ροή μειώθηκε στα 20 εκατ. κυβικά μέτρα ημερησίως.
Στη συνέχεια, στις 26 Σεπτεμβρίου, μια άγνωστη μέχρι στιγμής υπηρεσία πληροφοριών ανατίναξε τον αγωγό και τον γειτονικό αγωγό Nord Stream 2 – ο οποίος δεν είχε ακόμη τεθεί σε λειτουργία – αφήνοντας συντρίμμια και μια ανεξιχνίαστη σκηνή εγκλήματος στον πυθμένα της Βαλτικής.
Το λάθος του Πούτιν
«Ο Πούτιν πυροβόλησε τον εαυτό του στα πόδια, διότι κλείνοντας την κάνουλα του φυσικού αερίου, άλλαξε εντελώς τον υπολογισμό στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έδωσε το έναυσμα στην Ευρώπη να διαφοροποιηθεί από το ρωσικό φυσικό αέριο», δήλωσε η Ντεμαράις. «Έκανε την απόφαση για την Ευρώπη πολύ πιο εύκολη», τόνισε η ίδια.
Με ένα μείγμα σχεδιασμού και καλής τύχης, η Ευρώπη, μέσα σε έξι μήνες, απεξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από το ρωσικό φυσικό αέριο. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ενισχύθηκαν, η διάρκεια ζωής των πυρηνικών σταθμών παρατάθηκε και τερματικοί σταθμοί υγρού φυσικού αερίου κατασκευάστηκαν με ταχύτατους ρυθμούς. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έστειλε ομάδες αναζήτησης εναλλακτικών πηγών ενέργειας από το Μαρόκο, το Κατάρ, την Αγκόλα, τη Βενεζουέλα, τη Νορβηγία και τη Νιγηρία. Ήταν μια μορφή «θεραπείας σοκ» εμπνευσμένης από τον Πούτιν, σημειώνει ο Guardian.
Σε ένα ακόμη πλήγμα για τον Πούτιν, ο «στρατηγός Χειμώνας», που κάποτε θεωρούνταν ο μεγαλύτερος σύμμαχος της Ρωσίας, δεν… εμφανίστηκε για υπηρεσία αφού οι θερμοκρασίες δεν έπεσαν όπως σε προηγούμενες χρονιές.
Τα επίπεδα αποθήκευσης φυσικού αερίου στη Γερμανία τον Ιανουάριο ανήλθαν στο 90%, το υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί ποτέ για τον συγκεκριμένο μήνα.
Ο Πούτιν έπαιξε το καλύτερο χαρτί του οικονομικού πολέμου – την περικοπή των εξαγωγών φυσικού αερίου προς την Ευρώπη – και απέτυχε, κάτι που θα παραμείνει έτσι και τον επόμενο χειμώνα, εάν η ΕΕ ελέγξει τη ζήτηση. Μέσα σε ένα χρόνο, ο Πούτιν κατέστρεψε τη γέφυρα φυσικού αερίου της Ρωσίας προς την Ευρώπη, το κεντρικό κομμάτι της ρωσικής μεταπολεμικής οικονομίας.
Τι θα γίνει από εδώ και πέρα
Το ερώτημα τώρα είναι πόσο γρήγορα μπορεί να κατασκευάσει μια διαφορετική γέφυρα προς τα ανατολικά και να ισοφαρίσει τη «χασούρα».
Η Οικονομική Σχολή του Κιέβου επιμένει ότι η κατάσταση είναι δύσκολη για τη Ρωσία.
Το μηνιαίο δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας ανήλθε σε ρεκόρ 3,9 εκατ. ρουβλίων (43,3 δισ. λιρών) τον Δεκέμβριο και το συνολικό έλλειμμα του προϋπολογισμού της για το 2022 ήταν 3,3 εκατ. ρούβλια – ή 2,3% του ΑΕΠ – έναντι προβλεπόμενου ετήσιου πλεονάσματος 1,3 εκατ. ευρώ. Οι συνολικές δαπάνες το 2022 ήταν 7,3 εκατ. ρούβλια υψηλότερες από τις προβλέψεις, πιθανώς λόγω των τεράστιων αμυντικών δαπανών.
Ο Πούτιν σχεδιάζει να δαπανήσει το 6,3% του ΑΕΠ για την άμυνα και την εθνική ασφάλεια μόνο στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό του 2023, διπλασιάζοντας τις αμυντικές δαπάνες σε περισσότερα από 10 δισεκατομμύρια ρούβλια. Το ερώτημα που τίθεται στη συνέχεια είναι για πόσο καιρό μπορεί να διατηρηθεί αυτό το επίπεδο δαπανών εάν τα έσοδα από την ενέργεια μειώνονται τόσο γρήγορα.
Υπάρχουν διάφορες εκτιμήσεις, αλλά ορισμένοι λένε ότι οι προγραμματισμένες δαπάνες της Ρωσίας είναι πιθανώς βιώσιμες με την προϋπόθεση ότι η τιμή του αργού πετρελαίου Urals είναι 70 δολάρια το βαρέλι. Η Ρωσία δεν θα εξαντλήσει το απόθεμα των περιουσιακών στοιχείων της σε γουάν φέτος, εκτός εάν η τιμή του αργού Urals μειωθεί στο μισό και ανέλθει κατά μέσο όρο στα 25 δολάρια το βαρέλι, σύμφωνα με το Bloomberg Economics.
Η αμερικανική τράπεζα Citigroup εκτιμά ότι θα χρειαζόταν απλώς μια μέση τιμή 35 δολαρίων για να εξαντληθούν οι διαθέσιμοι πόροι γουάν ήδη το 2023.
Η Ρωσία δεν θα κάτσει άπραγη
Ωστόσο, όπως έδειξε το προηγούμενο έτος, η Ρωσία δεν κάθεται άπραγη μπροστά στην επιβολή ανώτατου ορίου τιμών. Μαθαίνοντας από τον σύμμαχό της, το Ιράν (που την πλησιάζει ολοένα και πιο πολύ), έχει συγκεντρώσει έναν γερασμένο «σκοτεινό» στόλο μικρότερων, παλαιότερων πλοίων που μεταφέρουν αργό πετρέλαιο κυρίως στην Κίνα και την Ινδία.
Η αποφυγή αυτού του εμποδίου από τη Ρωσία θα επιχειρηθεί με πολλαπλά μέσα: σημαίες ευκαιρίας, ανάμειξη αργού πετρελαίου, ρωσικά ασφαλιστικά προγράμματα ή απλή χειραγώγηση εγγράφων. Ήδη αναδύονται νέοι κόμβοι μεταφοράς αργού πετρελαίου. Θα εξαρτηθεί από το αν αυτή η κρυφή αγορά θα εξελιχθεί σε μια βιώσιμη εναλλακτική λύση για το εμπόδιο της G7, καθώς και από την τιμή στην οποία θα αγοραστεί το πετρέλαιο από την Κίνα.
Τελικά, ένας διεθνής πόλεμος κυρώσεων είναι ένα παιχνίδι γάτας και ποντικιού, στο οποίο και οι δύο πλευρές αναζητούν ενδείξεις μέσα στην παραπληροφόρηση για να προσπαθήσουν να προλάβουν τις κινήσεις της άλλης πλευράς.
Δεν είναι τόσο αποφασιστικό όσο το πεδίο της μάχης, αλλά αν η Δύση μπορέσει να παραμείνει στην πορεία της, ο Πούτιν μπορεί ακόμη να δει τις επιλογές του να στενεύουν. Αν επιβιώσει, θα είναι ένα τεράστιο πλήγμα στη δύναμη του δολαρίου, το οποίο δεν θα περάσει απαρατήρητο στο Πεκίνο, καταλήγει ο Guardian.