Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου απηύθυνε την εναρκτήρια ομιλία στο 8ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, υπογραμμίζοντας, ότι «μέσα σε ένα περιβάλλον γεωπολιτικών ανακατατάξεων, η Ελλάδα ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση», ενώ, αναφερόμενη, στη βελτίωση του κλίματος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του Φεβρουαρίου, υποστήριξε ότι «φέρνει πιο κοντά τους δύο γειτονικούς λαούς και δημιουργεί ελπίδες για μια νέα, καλύτερη εποχή στις διμερείς σχέσεις».
Επισήμανε, επίσης, ότι «σε έναν κόσμο τεκτονικών αλλαγών, στον οποίο η πυκνότητα του χρόνου συχνά δοκιμάζει τις δυνατότητές μας να τις προβλέψουμε ή να τις κατανοήσουμε, η Ελλάδα καλείται να συντονιστεί και να αλλάξει και αυτή, προκειμένου να παραμείνει δύναμη ευρωπαϊκής σταθερότητας και συνέπειας στην περιοχή της».
Ειδικότερα, κατά την ομιλία της, η κ. Σακελλαροπούλου, αφού τόνισε ότι το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, αποτελεί έναν διεθνή θεσμό, που έχει γίνει σημείο αναφοράς για την Ελλάδα, επισήμανε ότι «η φετινή διοργάνωση πραγματοποιείται σε ένα περιβάλλον γεωπολιτικών ανακατατάξεων, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται ο συνεχιζόμενος, για δεύτερο χρόνο, πόλεμος στην Ουκρανία. Η αντίσταση των Ουκρανών και η σθεναρή υπεράσπιση της εθνικής τους ακεραιότητας συγκινεί τον ελληνικό λαό».
Υπενθύμισε, επίσης, ότι «από την πρώτη στιγμή η Ελλάδα έσπευσε, ως οργανικό μέρος της Ευρώπης και της Δύσης, να υπερασπιστεί τις αξίες του διεθνούς δικαίου ενάντια στον επιθετικό αναθεωρητισμό. Παραμένει δέσμευση της Δύσης η διαρκής υποστήριξη στον ουκρανικό λαό, το μέλλον του οποίου είναι στη δημοκρατική Ευρώπη της ειρήνης και της ευημερίας».
Όπως είπε «η ρωσική εισβολή σήμανε τη γεωπολιτική ενηλικίωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ευρώπη συνειδητοποίησε ότι η οικονομική και ενεργειακή αλληλεξάρτηση με αυταρχικά καθεστώτα δεν αρκεί για να διασφαλίσει την ειρήνη. Έτσι, προχωρά ταχέως τόσο στην ενδυνάμωση της θωράκισης και αμυντικής ενοποίησής της, όσο και στην ενίσχυση και διεύρυνση -με δύο νέα μέλη- της βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Είναι προς το συμφέρον των διατλαντικών μας συμμάχων και του ΝΑΤΟ η ανάδειξη ενός ισχυρού, συνεκτικού και αξιόπιστου ευρωπαϊκού πυλώνα στο εσωτερικό μιας αρραγούς Ευρωατλαντικής Συμμαχίας, ιδίως με δεδομένες τις ανησυχίες για την προσέγγιση της Κίνας με τη Ρωσία».
Σημείωσε, ακόμη ότι «από τον διπολικό κόσμο της μεταπολεμικής περιόδου περάσαμε, με το τέλος του ψυχρού πολέμου, σε έναν μονοπολικό κόσμο και πλέον βρισκόμαστε σε έναν κόσμο πολυπολικό, με εντεινόμενη αταξία και με διάτρητο τον ιστό των διεθνών θεσμών, συμφωνιών και κανόνων που διατηρούσαν λειτουργικό το πολυμερές διεθνές σύστημα». Προσέθεσε δε ότι «το παγκόσμιο αυτό περιβάλλον ρευστότητας καθιστά ακόμα πιο αναγκαία τη γεωπολιτική χειραφέτηση της Ευρώπης και την ανάγκη για ενότητα, αυτονομία και ισχύ, ώστε η ίδια να είναι σε θέση να υπερασπίζεται αποτελεσματικά τις αξίες και τα συμφέροντά της».
Στο ίδιο πλαίσιο, τόνισε ότι αυτές οι αξίες και συμφέροντα «συναρτώνται με οικουμενικές επιδιώξεις: ένα αποτελεσματικό διεθνές σύστημα για την προστασία των παγκόσμιων δημόσιων αγαθών, όπως οι διεθνείς συναλλαγές, το διεθνές δίκαιο για την προστασία των συνόρων και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι ειρηνευτικές αποστολές στα πεδία των συγκρούσεων, η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και των πανδημιών, οι διεθνείς συμφωνίες για το κλίμα, όπου η Ευρώπη βρίσκεται στην πρωτοπορία. Εκεί ιδίως, στην αντιμετώπιση δηλαδή της κλιματικής κρίσης, η διακρατική συνεργασία δεν βρίσκεται ακόμη σε επιθυμητό επίπεδο, ενώ τα χρονικά περιθώρια στενεύουν».
Μιλώντας για την αξιακή αυτοπεποίθηση της Ευρώπης, επισήμανε ότι «δεν πρέπει να μεταβληθεί σε αυτάρεσκη ομφαλοσκόπηση» και παρατήρησε ότι «εξάλλου είναι αλήθεια πως βρισκόμαστε σε πορεία δημογραφικής συρρίκνωσης, που αν δεν ανασχεθεί, θα επηρεάσει καθοριστικά την επιρροή μας στον παγκόσμιο χάρτη».
Ωστόσο, υπογράμμισε: «Αναμφισβήτητα, η Ευρώπη είναι μια δύναμη προόδου στον πλανήτη, δεν είναι όμως το κέντρο του κόσμου. Τριακόσια πενήντα εκατομμύρια άνθρωποι σήμερα βρίσκονται σε ανάγκη άμεσης ανθρωπιστικής βοήθειας, ενώ 100 εκατομμύρια παίρνουν το δρόμο της προσφυγιάς για να γλιτώσουν από πολέμους ή κλιματικές και φυσικές καταστροφές, που επιδεινώνονται με ταχύ ρυθμό. Η επισιτιστική κρίση απειλεί τον παγκόσμιο Νότο και η άνοδος των επιτοκίων αυξάνει το βάρος του χρέους των φτωχότερων χωρών. Η Ευρώπη πρέπει να θέσει σε προτεραιότητα τη νότια γειτονιά της και τη Μεσόγειο, ως πεδίο τεράστιων προκλήσεων και αποσταθεροποίησης, αλλά και ως περιοχή ανεκμετάλλευτων δυνατοτήτων διασύνδεσης και επωφελούς συνεργασίας».
Αναφερόμενη στον κεντρικό τίτλο του φετινού Φόρουμ των Δελφών «Αλλαγές παραδείγματος», υποστήριξε ότι «υποδεικνύει τις βαθιές μεταβολές που συντελούνται όχι μόνο στον κόσμο γύρω μας αλλά και στο πώς τον προσλαμβάνουμε, στις αντιλήψεις και τις κατεστημένες παραδοχές μας».
Συγκεκριμένα, υπογράμμισε: «Συνηθίσαμε στη μεταπολεμική εποχή μια Ευρωπαϊκή Ένωση που αναπτύσσεται και ακμάζει στηριγμένη αποκλειστικά στην οικονομική αλληλεξάρτηση και στην ήπια ισχύ. Όμως αυτή η Ευρώπη δεν είναι πια δυνατή: η ήπια ισχύς χρειάζεται και τη σκληρή ισχύ. Συνηθίσαμε στη μεταψυχροπολεμική εποχή τον κόσμο να διασυνδέεται μέσα από παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες και ανεμπόδιστες ροές αγαθών, τεχνολογίας, κεφαλαίων. Όμως αυτός ο κόσμος στο απόγειο της παγκοσμιοποίησης δεν υπάρχει πια: οι ροές δεν είναι ανεμπόδιστες, η ασφάλεια των εφοδιαστικών αλυσίδων προηγείται της αποδοτικότητας, η προέλευση των εισαγωγών έχει σημασία, η διεθνής οικονομική αλληλεξάρτηση δεν είναι μόνο συνθήκη συνεργασίας και δύναμη ειρήνης αλλά μπορεί να μετατραπεί και στο ακριβώς αντίθετο, σε παράγοντα ευπάθειας και όπλο επιθετικό. Συνηθίσαμε τέλος την πορεία της ανθρωπότητας, μετά το 1945, μετά το 1989, να κατευθύνεται, παρά τα εμπόδια και τις οπισθοδρομήσεις, προς περισσότερη δημοκρατία και πιο ανοιχτές κοινωνίες».
Ωστόσο, συμπλήρωσε ότι «αυτή η εξελικτική καθολικότητα της προόδου δεν υπάρχει: o αριθμός των δημοκρατιών μειώνεται, ο κόσμος μας γίνεται λιγότερο ελεύθερος και λιγότερο δημοκρατικός, ακόμα και στο εσωτερικό της Δύσης. Αυτές είναι οι θεμελιώδεις μετατοπίσεις που αλλάζουν πρώτα τον πραγματικό κόσμο που μας περιβάλλει, κι έπειτα τα ίδια τα νοητικά πλαίσια, μέσα από τα οποία τον προσεγγίζουμε».
Ειδική αναφορά, έκανε και στην ανάγκη προστασίας της δημοκρατίας, στο εσωτερικό των κοινωνιών μας, κάνοντας λόγο για «διαρκή άσκηση δημόσιας εγρήγορσης απέναντι σε οικονομικές κρίσεις που διευρύνουν τις ανισότητες, την ευαλωτότητα και την κοινωνική περιθωριοποίηση. Απέναντι στη δηλητηριώδη μισαλλοδοξία της δημαγωγίας των άκρων, που επιδιώκουν όχι να διορθώσουν και να ξαναχτίσουν, αλλά να ισοπεδώσουν και να γκρεμίσουν. Απέναντι στους ψευδοπροφήτες της παραπληροφόρησης και των fake news, που διαβρώνουν τα θεμέλια της αντικειμενικής πραγματικότητας και της ηθικής της επικοινωνίας στα οποία οικοδομείται η συλλογική συνύπαρξη». Όπως υποστήριξε «η δημοκρατία δεν είναι πολίτευμα επανάπαυσης, είναι αγωνιστική συνθήκη με φρόνημα αυτοπροστασίας απέναντι στους εχθρούς της».
Επισήμανε, ακόμη, ότι «η δημοκρατία αυτή απαιτεί την κοινωνική συνοχή. Κι αυτός είναι ένας ακόμα λόγος για τον οποίο επιβάλλεται η συνέχιση της σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας, στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, για την αναχαίτιση των δυνάμεων του στασιμοπληθωρισμού που γεννά η διεθνής οικονομική και ενεργειακή αναταραχή».
Μάλιστα, σημείωσε ότι «προέχει συνεπώς, στη συγκυρία που διανύουμε, η ορθολογική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κεφαλαίων του Ταμείου Ανάπτυξης, με έμφαση στην πράσινη μετάβαση και στον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας, και εν τέλει στην εδραίωση ενός παραγωγικού προτύπου προσαρμοσμένου στις νέες προκλήσεις» και πρόσθεσε: «Αυτό προϋποθέτει τη θωράκιση των δημόσιων υποδομών και την αναβάθμιση των υπηρεσιών προς τον πολίτη, με άλλα λόγια τη μεταρρύθμιση του κράτους στη βάση του. Όχι μόνον για να μην ξαναζήσουμε εθνικές τραγωδίες και καταστροφές που μας πληγώνουν όλους βαθιά, αλλά για να εναρμονίσουμε την πολιτική της καθημερινότητας με τα στοιχήματα της νέας εποχής, δημιουργώντας ένα δίκτυ ασφαλείας για τους πολλούς, ιδίως τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες».
Αναφερόμενη στην Ελλάδα, ως μια χώρα με εμπεδωμένη συμμετοχή και αποδεδειγμένη δέσμευση στην Ενωμένη Ευρώπη και στη Δύση, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, επισήμανε ότι «η Ελλάδα ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση» και υπενθύμισε ότι «ως το ένατο παλαιότερο μέλος της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρωταγωνιστεί στην υποστήριξη της ενταξιακής πορείας των Δυτικών Βαλκανίων και στην αναβάθμιση της πολιτικής και οικονομικής συνεργασίας όλων των χωρών της ανατολικής Μεσογείου και της νοτιοανατολικής Ευρώπης».
Τόνισε, επίσης, τη βελτίωση του κλίματος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του Φεβρουαρίου, λέγοντας ότι «φέρνει πιο κοντά τους δύο γειτονικούς λαούς και δημιουργεί ελπίδες για μια νέα, καλύτερη εποχή στις διμερείς σχέσεις».
Καταλήγοντας υπογράμμισε: «Σε έναν κόσμο τεκτονικών αλλαγών, στον οποίο η πυκνότητα του χρόνου συχνά δοκιμάζει τις δυνατότητές μας να τις προβλέψουμε ή να τις κατανοήσουμε, η Ελλάδα καλείται να συντονιστεί και να αλλάξει και αυτή, προκειμένου να παραμείνει δύναμη ευρωπαϊκής σταθερότητας και συνέπειας στην περιοχή της».