Στην επιβεβαίωση της πιστοληπτικής ικανότητας στο ΒΒ+ για την ελληνική οικονομία, δηλαδή μία θέση κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, προχώρησε η Scope Ratings την Παρασκευή (3.3.2023), διατηρώντας παράλληλα το θετικό outlook.
Στην έκθεσή του, ο οίκος Scope επικαλείται τα πολλαπλά πλεονεκτήματα της Ελλάδας, αναφερόμενος στην ισχυρή ευρωπαϊκή θεσμική υποστήριξη με τη μορφή έκτακτων παρεμβάσεων νομισματικής δημοσιονομικής πολιτικής.
Σε αυτά περιλαμβάνει τα προγράμματα αγορών περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ και τη χαλάρωση των εξασφαλίσεων αναφέροντας ότι η υποστήριξη από την ΕΚΤ έχει ενισχυθεί από το 2022.
Επιπλέον, όπως αναφέρει, η έντονη μείωση του δείκτη χρέους της γενικής κυβέρνησης και του δημοσιονομικού ελλείμματος από το 2020, αντιπροσωπεύει ένα πιστωτικό πλεονέκτημα, υποστηριζόμενο από την οικονομική ανάκαμψη. Η δημοσιονομική δυναμική ενισχύεται περαιτέρω από προηγούμενες σημαντικές βελτιώσεις στη δομή του δημόσιου χρέους.
Τέλος, οι πολιτικές διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων έχουν περιορίσει σημαντικά τους δείκτες των υψηλών μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) και έχουν ενισχύσει τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, ενώ έχουν δρομολογηθεί πολιτικές που κινητοποιούν τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα και μετριάζουν τις αδυναμίες στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Σύμφωνα με την ανάλυσή της, η Scope εκτιμά ότι η ανάπτυξη θα διαμορφωθεί στο 1,3% για το 2023 και στο 2% το 2024, έναντι του 8,4% το 2021 και 4,9% το 2022.
Ποιους κινδύνους εντοπίζει
Στους κινδύνους που διατρέχει η πιστοληπτική ικανότητας της Ελλάδας, ο οίκος αναφέρει:
- Το υψηλό δημόσιο χρέος, που αντιπροσωπεύει μια συνεχιζόμενη ευπάθεια, καθώς οι αγορές επανεκτιμούν τον κίνδυνο που σχετίζεται με τα υπερχρεωμένα κράτη της Ευρωζώνης, εν μέσω αυξημένου πληθωρισμού και αυξήσεων των επιτοκίων. Επιπλέον, η σταδιακή αποδυνάμωση μιας ισχυρής δομής χρέους, με υψηλότερο κόστος αναχρηματοδότησης, η σταδιακή μετάβαση από το δημόσιο στην ιδιωτική ιδιοκτησία του χρέους και μικρότερους μέσους όρους διάρκειας του νέου χρέους, αντανακλά μια πιστωτική πρόκληση
- Δεύτερον, οι αδυναμίες του τραπεζικού τομέα που σχετίζονται με τους μειωμένους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, την ενίσχυση των διασυνδέσεων κρατικών τραπεζών και τα αυξημένα NPLs σε σύγκριση με τους μέσους όρους της ζώνης του ευρώ αντικατοπτρίζουν πιστωτική αδυναμία
- Τέλος, οι διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες με τη μορφή μέτριου μεσοπρόθεσμου αναπτυξιακού δυναμικού, η υψηλή ανεργία, η περιορισμένη οικονομική διαφοροποίηση, οι ακαμψίες στην αγορά εργασίας, περιορίζουν τις αξιολογήσεις
Οι παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις μελλοντικές αξιολογήσεις
Σύμφωνα με τον οίκο, μελλοντική αναβάθμιση θα μπορούσε να επέλθει εάν:
1) Διατηρηθεί η ευρωπαϊκή στήριξη της Ελλάδας, που με τη σειρά της ενισχύει τις ελληνικές αγορές χρέους και τη βιωσιμότητά του
2) Η ονομαστική ανάπτυξη και η δημοσιονομική εξυγίανση διατηρήσουν ισχυρή και συνεχιζόμενα καθοδική πορεία του δημόσιου χρέους
3) Οι κίνδυνοι του τραπεζικού τομέα μειωθούν περαιτέρω, ενισχύοντας την παροχή πιστώσεων στον ιδιωτικό τομέα
4) Οι διαρθρωτικές οικονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες περιοριστούν, αυξάνοντας τη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική και ενισχύοντας τη μακροοικονομική βιωσιμότητα
Αντίθετα, το outlook του ελληνικού αξιόχρεου θα μπορούσε να αναθεωρηθεί σε «σταθερό» από «θετικό» εάν:
1) Η στήριξη του Ευρωσυστήματος για το ελληνικό χρέος περιοριστεί ή αποδειχθεί αναποτελεσματική
2) Οι δημοσιονομικές πολιτικές παραμείνουν χαλαρές για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ή επέλθει σοβαρότερη οικονομική ύφεση, εμποδίζοντας ή αντιστρέφοντας την τρέχουσα πορεία μείωσης του δημόσιου χρέους
3) Οι κίνδυνοι στον τραπεζικό τομέα ενταθούν εκ νέου
4) Η δέσμευση για τις μεταρρυθμίσεις εξασθενίσει μετά τις εκλογές του 2023, μετριάζοντας τις προοπτικές περιορισμού των μακροοικονομικών ανισορροπιών και υπονομεύοντας την ενδεχόμενη ευρωπαϊκή στήριξη
Ως εκ τούτου, για την πολυπόθητη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας απαιτείται μία και μόνο αναβάθμιση από τους οίκους Fitch, DBRS και Standard & Poor’s, οι οποίοι διατηρούν τη χώρα σε απόσταση αναπνοής από τον στόχο.
Από την πλευρά του, ο οίκος Moody’s, ο οποίος επίσης αναγνωρίζεται επισήμως από την ΕΚΤ, διατηρεί την Ελλάδα τρία «σκαλιά» μακριά και επομένως η άμεση επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα φαντάζει δύσκολη.