Σε λιγότερο από δύο εβδομάδες, στις 3 Μαρτίου, θα πραγματοποιήσει η Scope το επόμενο review της για την ελληνική πιστοληπτική ικανότητα, με τον αρμόδιο αναλυτή, Dennis Shen, να εξηγεί σήμερα ότι οι θετικές προοπτικές της αξιολόγησης ΒΒ+ σημαίνουν ότι οι πιθανότητες αναβάθμισης στην επενδυτική βαθμίδα για τους επόμενους 18 μήνες είναι τουλάχιστον μία στις τρεις.
Εάν δεν υπάρξει αναβάθμιση στις 3 Μαρτίου, το επόμενο «ραντεβού» της Scope με την Αθήνα είναι για τις 4 Αυγούστου. Οι προβλέψεις του οίκου αξιολόγησης μιλούν για ανάπτυξη 1,3% φέτος, 2% το 2024 και μέσο ετήσιο ρυθμό 1,4% το 2025-2027, με τον πληθωρισμό να υποχωρεί σταδιακά, από το 9,3% πέρυσι στο 3,9% φέτος και στο 2,8% το 2024. Συνεπώς, η Scope δεν περιμένει μια ύφεση στην Ελλάδα.
Οι προκλήσεις
Εν όψει του review, ο Shen επισημαίνει ότι η Ελλάδα έχει κάνει σημαντική πρόοδο, αλλά μία σειρά από προκλήσεις παραμένουν. Τα σημεία στα οποία ο οίκος εντοπίζει τις αδυναμίες της Ελλάδας είναι η μέτρια μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη του 1%, η υψηλότερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου ανεργία στο 11,6%, η περιορισμένη διαφοροποίηση της οικονομίας, η ανελαστικότητα της αγοράς εργασίας, ο ευάλωτος εξωτερικός τομέας και τα ακόμα υψηλά κόκκινα δάνεια.
«Οι κοινοβουλευτικές εκλογές έως τον Ιούλιο αυξάνουν και τις πολιτικές αβεβαιότητες, καθώς η όποια μετεκλογική στροφή στις οικονομικές πολιτικές θα μπορούσε να αυξήσει τα χρηματοοικονομικά ρίσκα», σημειώνει o Shen.
Τα θετικά σημεία
Στα σημεία που επιδρούν θετικά στην πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, η Scope επισημαίνει την ενισχυμένη ευρωπαϊκή στήριξη, εφόσον συνεχιστεί μετά τις εκλογές. Τα ευρωπαϊκά νομισματικά και δημοσιονομικά εργαλεία ενισχύουν τη βιωσιμότητα του χρέους, ειδικά των ευάλωτων χωρών όπως είναι η Ελλάδα. «Εφόσον η Ελλάδα συνεχίσει να συμμορφώνεται με τους κοινοτικούς κανόνες, υποθέτουμε ότι η ΕΚΤ θα παρέχει ένα ανάχωμα στα ελληνικά κρατικά ομόλογα, επιδεικνύοντας τη συνεχιζόμενη στήριξή της προς την Ελλάδα, ακόμα και καθώς οι συνθήκες της κρίσης του κορωνοϊού υποχωρούν», σημειώνει.
Η Scope δίνει μεγάλη βαρύτητα και στα ενισχυμένα δημοσιονομικά προγράμματα στην Ευρώπη, με το Ταμείο Ανάκαμψης να χαρακτηρίζεται σαν το πιο ουσιώδες βήμα προς την μεγαλύτερη δημοσιονομική ενοποίηση, καθώς βοηθά δυσανάλογα τις πιο χρεωμένες χώρες, όπως είναι η Ελλάδα.
Άλλωστε, η Scope τονίζει ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μία σταθερή διαδικασία μείωσης του χρέους, καθώς ο δείκτης αναμένεται να πέσει από το 171% του ΑΕΠ το 2022 στο 164,5% το 2023 και στο 150,5% έως το 2027, έχοντας κορυφώσει στο 206,3% το 2020.
«Ο υψηλός πληθωρισμός συμβάλλει στη μείωση του δείκτη χρέους, αλλά ο πληθωρισμός μπορεί επίσης να αποδειχθεί ένα βασικό εμπόδιο στο μονοπάτι της Ελλάδας προς την επενδυτική βαθμίδα, εάν τα επιτόκια δανεισμού αυξηθούν και πάλι», εξηγεί ο Shen.
Λόγω των υψηλότερων επιτοκίων, το καθαρό επιτοκιακό κόστος ως ποσοστό των συνολικών εσόδων της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να αυξηθεί από το 5% το 2021 στο 8,9% έως το 2027, έστω και εάν ο δείκτης του χρέους μειώνεται.
Σε κάθε περίπτωση, η σταδιακή αντικατάσταση των δανείων διάσωσης από την ακριβότερη χρηματοδότηση από τις αγορές, θεωρείται ένας παράγοντας που επιδρά αρνητικά στην αξιολόγηση. Το ίδιο ισχύει και για την ποσοτική σύσφιγξη της ΕΚΤ.
Η Scope περιμένει πρωτογενή πλεονάσματα 1% του ΑΕΠ από το 2024-2027, ελαφρώς μικρότερα από τον στόχο της κυβέρνησης για 2%. «Η διατήρηση συνετών πρωτογενών πλεονασμάτων μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος ενισχυμένης εποπτείας και μετά τις εκλογές του 2023 είναι κρίσιμη για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας», καταλήγει ο Shen.