Ο δανεισμός της Γερμανίας ενδέχεται να εκτιναχθεί έως και στο 13% του ΑΕΠ μέσα στην επόμενη πενταετία, προκειμένου να καλυφθεί η χρηματοδότηση του δρομολογούμενου πακέτου αύξησης των δαπανών για την άμυνα και τις υποδομές. Αυτό υποστήριξε η Scope Ratings σε σημερινή έκθεση της.
Ο διεθνής οίκος αξιολόγησης υποστήριξε ότι το δημόσιο χρέος της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 625 δισ. ευρώ (ήτοι περίπου 677 δισ. δολάρια), εάν ο εν αναμονή Καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς καταφέρει να εφαρμόσει το φιλόδοξο επενδυτικό του σχέδιο.
Αυτό θα διατηρούσε τον δείκτη χρέους της Γερμανίας κάτω από το προηγούμενο ανώτατο επίπεδο του 80% του ΑΕΠ, που είχε καταγραφεί το 2010 μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά ελαφρώς πάνω από τα επίπεδα της περιόδου 2020/21, όταν, μετά την πανδημία του Covid-19, ο δείκτης βρισκόταν περίπου στο 68%.
Το σχέδιο του Μερτς για την ενίσχυση της γερμανικής άμυνας έχει ήδη προκαλέσει τη μεγαλύτερη αναταραχή στην αγορά γερμανικών ομολόγων από το 1990, πυροδοτώντας παγκόσμιο sell-off στον κλάδο.
Ο αναλυτής της Scope, Άικο Ζίφερτ, επεσήμανε πως, αν το χρέος αυξηθεί όπως προβλέπεται, οι καθαρές πληρωμές τόκων ως ποσοστό των κρατικών εσόδων θα μπορούσαν να αυξηθούν από 1,6% το 2023 σε περίπου 3,7%, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι οι αποδόσεις των ομολόγων δεν θα αυξηθούν περαιτέρω. Αν και το αντίστοιχο κόστος για τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ είναι ήδη υψηλότερο, αυτό δεν αποτελεί λόγο εφησυχασμού, προειδοποίησε.
«Το αυξανόμενο βάρος των επιτοκίων υπογραμμίζει τη σημασία των πολιτικών μεταρρυθμίσεων για την αναδιάρθρωση του γερμανικού προϋπολογισμού και την ενίσχυση της παραγωγικότητας», υπογράμμισε o αναλυτής της Scope.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, το σχέδιο του Μερτς ενδέχεται να μειώσει την πολιτική πίεση για μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα και άλλες δομικές αλλαγές, που θα διασφαλίσουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του γερμανικού χρέους.