Ως θετικά για την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας χαρακτηρίζει τα αποτελέσματα των εκλογών της Κυριακής και η Scope, σε συνέχεια και των αντίστοιχων σχολίων τόσο της Moody’s όσο και της S&P. Ο πρώτος οίκος αξιολόγησης που έφερε το αξιόχρεο της Ελλάδας ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, θα πραγματοποιήσει το επόμενο review του στις 4 Αυγούστου.
«Η συνέχεια στις εφαρμοζόμενες πολιτικές που προκύπτει από την αναμενόμενη επανεκλογή της Νέας Δημοκρατίας και μία πιο μακροπρόθεσμη συνέχιση της πρόσφατης προόδου θα στήριζε το αξιόχρεο της Ελλάδας», σημειώνει ο αναλυτής της Scope, Dennis Shen.
Όπως εξηγεί, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ε.Ε. με αξιολόγηση junk, αλλά για να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, θα πρέπει να δείξει ότι το momentum των μεταρρυθμίσεων, η συνετή δημοσιονομική στάση και οι ενισχυμένες σχέσεις με την Ευρώπη μπορούν να διατηρηθούν μακροπρόθεσμα.
Η Ελλάδα έχει ωφεληθεί, επίσης, από τη στήριξη της ΕΚΤ, αλλά για να συνεχίσει να την απολαμβάνει, πρέπει να τηρεί τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες. «Η όποια απρόβλεπτη επιστροφή σε ένα πιο ταραχώδες πολιτικό σκηνικό, η αποτυχία τήρησης των δημοσιονομικών κανόνων της Ευρώπης και ένα πισωγύρισμα στις μεταρρυθμίσεις μετά τις εκλογές, θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την πρόοδο», προειδοποιεί η Scope.
Ο οίκος αξιολόγησης αναγνωρίζει ότι η Ελλάδα έχει «αντέξει» σε μία δύσκολη 15ετία, υιοθετώντας φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις και αυξάνοντας την ανταγωνιστικότητά της. Σημειώνει, πάντως, ότι η τριμηνιαία οικονομική παραγωγή παραμένει 22% χαμηλότερα από τα προ-κρίσης επίπεδα. Και αυτό, παρότι η Scope έχει αναβαθμίσει την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη του 2023 στο 2,2% (από 1,3%) και περιμένει ρυθμούς 1,4% για το 2024.
Η ανεργία έχει πέσει κάτω από το μισό και αναμένεται να κινηθεί κατά μέσο όρο στο 10,9% το 2023 και το 2024, καθώς οι μεταρρυθμίσεις ενισχύουν το εμπόριο και τις άμεσες ξένες επενδύσεις, ενώ ο τουρισμός ανακάμπτει στο 95% των προ-πανδημίας επιπέδων.
Παρόλα αυτά, η Ελλάδα εξακολουθεί να εμφανίζει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά σχετικής φτώχειας στην ΕΕ, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε αγοραστική δύναμη να είναι το δεύτερο χαμηλότερο στην Ευρώπη (μετά την Βουλγαρία), όπως επισημαίνεται.
Στον τραπεζικό τομέα, η Scope σημειώνει ότι παρότι έχουν μειωθεί σχεδόν 50%, τα κόκκινα δάνεια παραμένουν σημαντικά υψηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου, στο 8,2% έναντι 1,8%.
Και το δημόσιο χρέος είναι ακόμα υψηλό, στο 171% του ΑΕΠ, παρότι έχει μειωθεί από τα υψηλά του 206% του ΑΕΠ το 2020.
Ο οίκος περιμένει μείωση του χρέους στο 143% του ΑΕΠ έως το 2028 υπό το αισιόδοξο σενάριό του, δηλαδή εφόσον δεν υπάρξουν σημαντικά εμπόδια στην ανάκαμψη.
Άλλωστε, επισημαίνει την εμφάνιση-έκπληξη πρωτογενούς πλεονάσματος το 2022, αν εκφράζει αβεβαιότητα για το εάν είναι εφικτή η επίτευξη πλεονασμάτων ύψους 2% τα επόμενα χρόνια.