Τα 3.000 δολάρια ανά ουγγιά ξεπέρασαν οι τιμές του χρυσού, για πρώτη φορά στην ιστορία, εν μέσω αθρόων αγορών από τις κεντρικές τράπεζες, οικονομικής αβεβαιότητας σε όλο τον πλανήτη και των προσπαθειών του Αμερικανού προέδρου Donald Trump να ξαναγράψει τους κανόνες του παγκόσμιου εμπορίου, επιβάλλοντας δασμούς σε συμμάχους και ανταγωνιστές των ΗΠΑ.
Οι τιμές του χρυσού ενισχύθηκαν έως και κατά 0,4%, φτάνοντας στα 3.001,20 δολάρια.
Η υπέρβαση του ψυχολογικού φράγματος των 3.000 δολαρίων θεωρείται αποτέλεσμα του ρόλου του ασφαλούς καταφυγίου που παίζει ο χρυσός εδώ και αιώνες, σε περιόδους αναταραχών των ανησυχιών στις αγορές.
Η τιμή του χρυσού έχει δεκαπλασιαστεί τα τελευταία 25 χρόνια, σημειώνει το Bloomberg, υπεραποδίδοντας ακόμα και έναντι του S&P 500, παρότι ο αμερικανικός χρηματιστηριακός δείκτης τετραπλασιάστηκε στην ίδια περίοδο.
Οι απειλές του Trump για δασμούς έχουν προκαλέσει στρέβλωση στην αγορά του χρυσού, με τις τιμές στις ΗΠΑ να είναι υψηλότερες, κάτι που έσπρωξε τους dealers να μεταφέρουν μεγάλες ποσότητες χρυσού στην Αμερική, πριν να ισχύσουν οι δασμοί. Πάνω από 23 εκατ. ουγγιές χρυσού, συνολικής αξίας περίπου 70 δισ. δολαρίων, εισέρρευσαν στα αποθετήρια του χρηματιστηρίου προθεσμιακών συμβολαίων Comex της Νέας Υόρκης από την ημέρα των εκλογών στις ΗΠΑ και έως τις 12 Μαρτίου. Η εισροή ήταν τόσο μεγάλη, ώστε συνέβαλε στο να αυξηθεί το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ σε επίπεδα-ρεκόρ τον Ιανουάριο.
Παραδοσιακά, οι τιμές του χρυσού σημειώνουν ράλι σε περιόδους οικονομικών και πολιτικών εντάσεων. Το πολύτιμο μέταλλο ξεπέρασε τα 1.000 δολάρια μετά την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση και ξεπέρασε τα 2.000 δολάρια εν μέσω της πανδημίας.
Οι τιμές αποκλιμακώθηκαν προς τα 1.600 δολάρια μετά την πανδημία, αλλά άρχισαν να ανεβαίνουν και πάλι το 2023, με ώθηση από τις κεντρικές τράπεζες, οι οποίες αγοράζουν χρυσό, σε μία προσπάθεια διαφοροποίησης των αποθεματικών τους από το δολάριο. Ο φόβος τους είναι ότι το αμερικανικό νόμισμα τις καθιστά ευάλωτες σε ενδεχόμενες τιμωρητικές κινήσεις των ΗΠΑ.
Στις αρχές του 2024, η αγορά σημείωσε νέα άνοδο, λαμβάνοντας ώθηση από τις αγορές από την Κίνα, καθώς εντείνονταν οι ανησυχίες για την οικονομία της.
Το ράλι επιταχύνθηκε μετά τις αμερικανικές εκλογές, που άφησαν τις αγορές να προσπαθούν να κατανοήσουν την επιθετική εμπορική πολιτική της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ.
Μάλιστα, αυτό το ράλι του χρυσού έρχεται παρά τους παράγοντες που τυπικά λειτουργούν δυσμενώς για την τιμή του: Υψηλότερα επιτόκια και ισχυρό δολάριο.
Συνήθως, όταν τα ομόλογα ή τα μετρητά στην τράπεζα δίνουν μια καλή απόδοση, ο χρυσό γίνεται λιγότερο ελκυστικός για τους επενδυτές, καθώς δεν πληρώνει τόκους.
Παράλληλα, με δεδομένο ότι ο χρυσός αγοράζεται και πωλείται κυρίως σε δολάρια, όταν το αμερικανικό νόμισμα γίνεται πιο ακριβό για τους ξένους επενδυτές, συνήθως εκδηλώνονται ρευστοποιήσεις στο πολύτιμο μέταλλο.
Όμως, αυτή τη φορά, αυτές οι δυνάμεις έχουν φέρει νέους αγοραστές στην αγορά. Με την πτώση του γουάν έναντι του δολαρίου, Κινέζοι επενδυτές έσπευσαν στον χρυσό. Και ο επίμονα υψηλός πληθωρισμός σε όλο τον κόσμο κάνει τον χρυσό πιο ελκυστικό ως μέσο αποθήκευσης αξίας.
Και βέβαια, πολλοί επενδυτές τοποθετούνται στον χρυσό απλά από φόβο ότι θα χάσουν το ράλι.
«Πολλοί επενδυτές έχασαν το ράλι όταν ο χρυσός ξεπέρασε τα 2.400 δολάρια, τα 2.500 δολάρια, τα 2.600 δολάρια. Συνέχεια λέγαμε ‘δεν θα κρατήσει, θα γίνει διόρθωση’», λέει στο Bloomberg ο Philip Newman, ιδρυτής της συμβουλευτικής εταιρείας Metals Focus. «Δεν συνέβη τίποτα τέτοιο. Πιστεύω ότι υπήρχε μια αίσθηση ότι οι επενδυτές δεν θέλουν να χάσουν τα 3.000 δολάρια».
Κυρίως, όμως, το ράλι είναι αποτέλεσμα της αβεβαιότητας, καθώς η επιθετική και απρόβλεπτη εμπορική πολιτική της νέας αμερικανικής κυβέρνησης, σε συνδυασμό με τις απειλές του Trump να ανατρέψει την παγκόσμια τάξη πραγμάτων, δημιουργούν σύννεφα πάνω από την παγκόσμια οικονομία.
Πάντως, ακόμα και μετά από αυτό το τεράστιο ράλι, ο χρυσός απέχει από το προσαρμοσμένο στον πληθωρισμό ιστορικό υψηλό του. Το υψηλό του 1980 θα ισοδυναμούσε σε 3.800 δολάρια σε σημερινά χρήματα, σύμφωνα με το Bloomberg.
Τότε, ένας συνδυασμός αδύναμης ανάπτυξης, ανεξέλεγκτου πληθωρισμού και αυξανόμενων γεωπολιτικών εντάσεων έσπρωξε τις τιμές σε άνοδο.
Ωστόσο, όλο και περισσότεροι αναλυτές έχουν αρχίσει να «βλέπουν» τις τιμές ακόμα και στα 3.500 δολάρια. «Για να φτάσουν στα 3.500 δολάρια, η επενδυτική ζήτηση πρέπει να αυξηθεί 10%. Είναι πολύ, αλλά όχι αδύνατο», λέει η Bank of America.