Όποιος έτυχε να βρεθεί για πρώτη φορά στη Γερμανία την Τετάρτη και έριξε μια ματιά στις εφημερίδες, μάλλον σχημάτισε την εντύπωση ότι οι συνταξιούχοι περνούν ζωή χαρισάμενη. Η είδηση της ημέρας ήταν ότι «από την 1η Ιουλίου οι συντάξεις αυξάνονται κατά 4,57%». Ο υπουργός Εργασίας Χουμπέρτους Χάιλ κάνει λόγο για αυξήσεις που υπερβαίνουν αισθητά τον πληθωρισμό και εκφράζει την ικανοποίησή του διότι «η καλή εικόνα στην αγορά εργασίας και οι ικανοποιητικές συλλογικές συμβάσεις μας επιτρέπουν να λάβουμε μία τέτοια απόφαση».
Όλα καλά λοιπόν; Όχι ακριβώς. Εκατομμύρια συνταξιούχοι στη Γερμανία δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, καθώς, σύμφωνα με τα ισχύοντα, η σύνταξη δεν υπερβαίνει το 48,1% του μισθού που εισέπρατταν ως εργαζόμενοι. Και αυτό ισχύει μόνο μέχρι το 2025, ενώ στη συνέχεια το ποσοστό αυτό μπορεί να αναθεωρηθεί, δηλαδή να μειωθεί. Βέβαια η κυβέρνηση δηλώνει ότι επιθυμεί να το διατηρήσει τουλάχιστον μέχρι το 2039, αλλά εκτιμάται ότι σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να αυξηθούν οι συνταξιοδοτικές εισφορές. Διαφορετικά το σύστημα δεν θεωρείται βιώσιμο λόγω των δημογραφικών εξελίξεων.
Μέση σύνταξη 1.543 ευρώ, αλλά…
Στην πράξη όλα αυτά σημαίνουν ότι 4 στους 10 συνταξιούχους αναγκάζονται να ζήσουν με μηνιαία σύνταξη που δεν υπερβαίνει τα 1.250 ευρώ καθαρά. Αυτό ισχύει για την πλειονότητα των γυναικών (53,5%). Μάλιστα, ο ένας στους τέσσερις συνταξιούχους λαμβάνει σύνταξη χαμηλότερη των 1.000 ευρώ. Με δεδομένο ότι το ενοίκιο για ένα ευπρεπές διαμέρισμα σε μεγάλες γερμανικές πόλεις αρχίζει από 800-1.000 ευρώ αντιλαμβάνεται κανείς ότι υπάρχει πρόβλημα, το οποίο ασφαλώς οξύνεται όταν ο συνταξιούχος έχει ανάγκη από συνεχή ιατρική παρακολούθηση.