Η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης με τις μεταρρυθμίσεις του ασφαλιστικού συστήματος την περασμένη δεκαετία έχουν αυξήσει το ποσοστό των εργαζόμενων στην Ελλάδα που εξασφαλίζουν το δικαίωμα αυτό σε μεγαλύτερη ηλικία.
Σύμφωνα με ειδική έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τις συντάξεις και τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, η οποία έγινε το 2023, προκύπτει ότι περίπου δύο στα τρία άτομα ηλικίας 50-74 ετών (65,8%) δεν παίρνουν σύνταξη.
Το ποσοστό όσων παίρνουν εθνική σύνταξη γήρατος εκτιμάται σε 31,2%, ενώ όσων παίρνουν επαγγελματική ή ιδιωτική σύνταξη είναι πολύ χαμηλό (μόλις 0,4%), και των αναπηρικών συντάξεων ανέρχεται σε 2,5%.
Το ποσοστό των συνταξιούχων στις παραπάνω ηλικίες που εργάζονται αντιστοιχεί μόλις στο 1,8% του συνόλου των απασχολουμένων.
Περισσότεροι άντρες συνταξιούχοι μετά τα 60
Μέχρι την ηλικία των 54 ετών, το ποσοστό που λαμβάνει σύνταξη είναι πολύ χαμηλό, κάτω του 5%, και αυξάνεται με παρόμοιο τρόπο και για τα δύο φύλα σταδιακά στο 20% στην ηλικία των 60 ετών.
Μετά τα 60, αυξάνονται σημαντικά τα ποσοστά και μάλιστα σημαντικά περισσότερο για τους άνδρες παρά για τις γυναίκες. Στα 62, λιγότερο από ένας στους δύο άντρες (44,5) είναι συνταξιούχος, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόνο 24,6% για τις γυναίκες. Στα 64, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι περίπου 50% για τους άντρες και 30% για τις γυναίκες.
Η τάση αυτή συνεχίζεται, όπως φαίνεται από το διάγραμμα, μέχρι τα 74, όπου το 90,1% των ανδρών και το 63,7% των γυναικών είναι συνταξιούχοι.
Ανάλογες διαφορές ως προς το ποσοστό συνταξιοδότησης καταγράφονται με βάση το εκπαιδευτικό επίπεδο και την ηλικία. Παρατηρείται, δηλαδή, ότι όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης τόσο υψηλότερο είναι και το ποσοστό των συνταξιούχων και αυτό συμβαίνει σε όλες τις ηλικίες.
Στην ηλικία των 74 ετών τα ποσοστά συνταξιοδότησης διαμορφώνονται σε 69,3% για τα άτομα κατώτερης εκπαίδευσης, σε 78,9% για τα άτομα μέσης εκπαίδευσης και σε 92,1% για τα άτομα ανώτερης εκπαίδευσης.
Αναφορικά με τη μέση ηλικία συνταξιοδότησης, ανάλογα με το επάγγελμα της τελευταίας εργασίας, παρατηρείται ότι αυτή κυμαίνεται από τα 59,0 έτη για τους τεχνικούς και ασκούντες συναφή επαγγέλματα έως τα 65,6 έτη για τους ειδικευμένους γεωργούς, κτηνοτρόφους, δασοκόμους και αλιείς.
Διαφορές παρατηρούνται και στη μέση ηλικία συνταξιοδότησης κατά Περιφέρεια. Η μικρότερη ηλικία συνταξιοδότησης παρατηρείται στην Περιφέρεια Αττικής και οι μεγαλύτερες στις Περιφέρειες Κρήτης, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίων Νήσων
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η μέση ηλικία κατά την οποία ξεκίνησε η συνταξιοδότηση γήρατος για τα άτομα ηλικίας 50-74 ετών ήταν τα 58,6 έτη – λίγο μεγαλύτερη για τους άνδρες (58,9) σε σύγκριση με τις γυναίκες (58,2).
Μεγαλύτερες διαφορές εμφανίζονται στα άτομα διαφορετικού εκπαιδευτικού επιπέδου και συγκεκριμένα, η μέση ηλικία συνταξιοδότησης για τα άτομα κατώτερης εκπαίδευσης είναι 60,7 ενώ για τα άτομα μέσης και ανώτερης εκπαίδευσης είναι αντίστοιχα 57,1 και 57,3 έτη.
Στο 11,6% όσοι έχουν μειωμένη σύνταξη
Το ποσοστό των ατόμων που δηλώνουν ότι πήραν μειωμένη σύνταξη γήρατος ανέρχεται σε 11,6%. Παρατηρούνται σημαντικές διαφορές και ως προς το φύλο και ως προς το εκπαιδευτικό επίπεδο. Το χαμηλότερο ποσοστό των ατόμων παρατηρείται στους άνδρες κατώτερης εκπαίδευσης (5,6%) και το υψηλότερο (22,8%) στις γυναίκες μέσης εκπαίδευσης.
Επτά στους 10 συντάξιούχους σταμάτησαν να εργάζονται
Επτά στους 10 συνταξιούχους γήρατος (71,9%) σταμάτησαν να εργάζονται όταν συνταξιοδοτήθηκαν 71,9%, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό, 23,9% δεν εργαζόταν ήδη πριν αρχίσει να παίρνει τη σύνταξη.
Μικρά ποσοστά καταγράφονται για τα άτομα που είτε συνέχισαν να εργάζονται χωρίς ή με αλλαγές είτε επέστρεψαν στην αγορά εργασίας κάποια στιγμή αργότερα (1,7%, 2,6% και 0,6%, αντίστοιχα).
Ως βασικότερος λόγος που οι συνταξιούχοι γήρατος σταμάτησαν να εργάζονται δηλώνεται η προτίμηση να σταματήσουν να εργάζονται από τη στιγμή που κατοχυρώθηκε το δικαίωμα σύνταξης (77,3%), ενώ ένα σημαντικό ποσοστό 15,0% δηλώνει ότι υποχρεώθηκε να σταματήσει λόγω ορίου ηλικίας. Παρατηρείται ότι οι λόγοι αποχώρησης από την αγορά εργασίας δεν παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών – με εξαίρεση την περίπτωση της φροντίδας άλλων ατόμων που δηλώνεται ως λόγος συχνότερα από τις γυναίκες (3,7%).
Ο κύριος λόγος επιστροφής ή παραμονής στην αγορά εργασίας, των ατόμων ηλικίας 50-74 ετών που λαμβάνουν σύνταξη γήρατος, ήταν οικονομικός – είτε επειδή υπήρχε ανάγκη (32,9%) είτε επειδή συνέφερε οικονομικά (14,0%).