Βελτίωση σημείωσε τον Φεβρουάριο έπειτα από επτά μήνες η μεταποίηση στην Ελλάδα, με τον ρυθμό της συνολικής ανάπτυξης – αν και μέτριος – να ανέρχεται στο υψηλότερο επίπεδο από τον περασμένο Μάιο.
Σύμφωνα με τον κύριο δείκτη υπευθύνων προμηθειών για την ελληνική μεταποίηση (PMI) της S&P Global, η βελτίωση αποδίδεται στην ανάκαμψη της παραγωγής και των νέων παραγγελιών. Σημειώνεται πως ο ρυθμός αύξησης της παραγωγής ήταν ο σφοδρότερος που έχει καταγραφεί σε διάστημα ενός έτους και ταχύτερος από την γενική τάση που επικρατεί στην ιστορία της έρευνας της S&P Global.
Ειδικότερα, ο δείκτης ανήλθε στις 51.7 μονάδες τον Φεβρουάριο από 49,2 μονάδες τον Ιανουάριο και καταδεικνύει βελτίωση των λειτουργικών συνθηκών για τις εταιρείες του ελληνικού μεταποιητικού τομέα, δίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα τέλος στο διάστημα επτά μηνών συνεχούς επιδείνωσης.
Στο πλαίσιο αυτό, νέα αύξηση παρατηρήθηκε τον Φεβρουάριο στα επίπεδα απασχόλησης, καθώς η μεγαλύτερη ζήτηση από την πλευρά των πελατών υποστήριξε την ενίσχυση της εμπιστοσύνης σχετικά με τις προοπτικές. Οι συνεχιζόμενες καθυστερήσεις στις παραδόσεις των προμηθευτών και οι προσπάθειες εξάντλησης των αποθεμάτων ασφαλείας οδήγησαν στη συρρίκνωση των αποθεμάτων τόσο των προμηθειών όσο και των ετοίμων προϊόντων.
Εν τω μεταξύ, το κόστος εισροών αυξήθηκε με αισθητά ασθενέστερο ρυθμό. Η αύξηση ήταν η βραδύτερη που έχει καταγραφεί από τον Αύγουστο του 2020, λόγω των αναφορών για μείωση του κόστους ορισμένων πρώτων υλών. Παρόλα αυτά, οι εταιρείες προσπάθησαν να αντισταθμίσουν τις αυξήσεις στις τιμές των προμηθευτών όπου αυτό ήταν δυνατόν, καθώς οι χρεώσεις εκροών αυξήθηκαν έντονα και πάλι τον Φεβρουάριο.
Στήριξη από την ισχυρή ζήτηση
Η Siân Jones, οικονομολόγος στην S&P Global Market Intelligence δήλωσε σχετικά: «Οι Έλληνες κατασκευαστές υπέδειξαν θετικές εξελίξεις σε όλο το εύρος του τομέα κατά τη διάρκεια του Φεβρουαρίου, καθώς οι παραγωγή, οι νέες παραγγελίες και η απασχόληση επέστρεψαν σε πλαίσια ανάπτυξης. Η αύξηση της παραγωγής υποστηρίχθηκε από τις ισχυρότερες συνθήκες ζήτησης, καθώς οι εταιρείες επεσήμαναν τη μείωση της αβεβαιότητας και της διστακτικότητας μεταξύ των πελατών. Ενισχυμένος από τις αυξημένες νέες παραγγελίες, ο αριθμός των εργαζομένων αυξήθηκε και η επιχειρηματική εμπιστοσύνη ενισχύθηκε στο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί σε διάστημα ενός έτους.
Εν τω μεταξύ, οι κοστολογικές πιέσεις εξασθένησαν και πάλι, καθώς οι τιμές των υλικών και άλλων εισροών αυξήθηκαν με τον βραδύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί σε διάστημα δυόμισι ετών, συμβάλλοντας έτσι στην ελάφρυνση της επιβάρυνσης των δαπανών που δέχθηκαν οι κατασκευαστές κατά τη διάρκεια του 2021 και του 2022. Ωστόσο, οι εταιρείες εξακολουθούν να είναι πρόθυμες να προσπαθήσουν να ανακτήσουν τις αυξήσεις του κόστους, καθώς ο ρυθμός αύξησης των χρεώσεων παρέμεινε αισθητός.»