Η γερμανική οικονομία εισήλθε σε τεχνική ύφεση το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, αφού το ΑΕΠ κατέγραψε συρρίκνωση 0,3% κατά την περίοδο των τριών πρώτων μηνών του έτους.
To γερμανικό ΑΕΠ είχε καταγράψει πτώση 0,5% το διάστημα μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου, ανακοίνωσε η στατιστική υπηρεσία Destatis. Η αρχική της εκτίμηση, τον περασμένο μήνα, έκανε λόγο για στασιμότητα.
Όπως μεταδίδει το Bloomberg, κύριες αιτίες της συρρίκνωσης είναι η βουτιά που καταγράφηκε στις κρατικές δαπάνες και η μείωση των δαπανών των νοικοκυριών, καθώς ο αυξημένος πληθωρισμός επιβάρυνε τους καταναλωτές. Οι επενδύσεις αυξήθηκαν ωστόσο, με αιχμή τις κατασκευές.
Το αποτέλεσμα είναι ένα πισωγύρισμα για τη Γερμανία, η οποία, παρά το γεγονός ότι ξέφυγε από τα πιο ζοφερά σενάρια που φοβόταν μετά την εισβολή της Ρωσίας, τελικά έπεσε σε μια ύφεση που ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς είχε αποκλείσει τον Ιανουάριο.
Κεντρικό ρόλο σε αυτό διαδραμάτισε ο βασικός τομέας της μεταποίησης, όπου το βάθος της ύφεσης θέτει υπό αμφισβήτηση την ανάκαμψη που πολλοί αναμένουν για τα επόμενα τρίμηνα.
Η αδυναμία στη βιομηχανία επιβαρύνει τις επιχειρηματικές προοπτικές. Ο δείκτης προσδοκιών του ινστιτούτου Ifo υποχώρησε τον Μάιο για πρώτη φορά μετά από 8 μήνες, ενώ μια έρευνα της ομάδας DIHK έδειξε μηδενική αύξηση του ΑΕΠ για το 2023.
Έκθεση της Bundesbank προσέφερε κάποια αισιοδοξία – υποδεικνύοντας ότι η οικονομία μπορεί να σημειώσει μικρή ανάπτυξη αυτό το τρίμηνο, καθώς το μεγάλο στοκ ανεκτέλεστων παραγγελιών, η μείωση των προβλημάτων εφοδιασμού και το χαμηλότερο ενεργειακό κόστος στηρίζουν τους κατασκευαστές.
Όμως η ζήτηση αγαθών καταρρέει, καθώς οι καταναλωτές που αντιμετωπίζουν τον αυξημένο πληθωρισμό προτιμούν να ξοδεύουν τα χρήματά τους για αναψυχή και ταξίδια. Αυτό καθιστά την οικονομική ανάπτυξη όλο και πιο άνιση – μια τάση που ορισμένοι αναλυτές λένε ότι δεν είναι βιώσιμη.
«Κάτι θα πρέπει να αλλάξει», δήλωσε αυτή την εβδομάδα ο οικονομολόγος της ING Κάρστεν Μπρζέσκι . Είναι πιθανό οι υπηρεσίες «να πιεστούν περισσότερο από την αδύναμη μεταποιητική δραστηριότητα και τα αδύναμα διαθέσιμα εισοδήματα».
Για τους οικονομολόγους της Commerzbank, μια ύφεση κατά το δεύτερο εξάμηνο φαίνεται τώρα πιο πιθανή από την ανάκαμψη που συνεχίζουν να προβλέπουν οι περισσότεροι συνάδελφοί τους.
Ο πληθωρισμός δεν βοηθάει: Εξακολουθεί να υπερβαίνει το 7% και δεν αναμένεται να υποχωρήσει γρήγορα, καθώς οι αυξανόμενοι μισθοί τροφοδοτούν ισχυρές υφιστάμενες πιέσεις, σύμφωνα με την Bundesbank.
Οι προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να επαναφέρει την αύξηση των τιμών στο στόχο του 2% κινδυνεύουν να περιορίσουν περαιτέρω τη ζήτηση. Τα τραπεζικά δάνεια γίνονται ήδη πιο ακριβά και οι αυξήσεις των επιτοκίων δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος ισχυρότερης επιβάρυνσης της ανάπτυξης.