Προσεκτικός σχεδιασμός και στόχευση εκεί που αποδεδειγμένα υπάρχει ανάγκη, θα κρίνουν εντέλει και την αποτελεσματικότητα του εργαλείου επιδότησης μέρους παγίων δαπανών επιχειρήσεων με ζημιές λόγω πανδημίας.
Αυτό επισημαίνει ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, ο οποίος σε επιστολή του προς το οικονομικό επιτελείο, τον κ. Χρήστο Σταϊκούρα, υπουργό Οικονομικών και τον κ. Θ. Σκυλακάκη, Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών υπέβαλε επιμέρους προτάσεις για το εργαλείο επιδότησης μέρους παγίων δαπανών επιχειρήσεων λόγω της πανδημίας.
Ο ΣΕΤΕ, από την περίοδο της προαναγγελίας του εργαλείου στήριξης προς τις επιχειρήσεις που έχουν πληγεί από την πανδημία και αφορά επιδότηση μέρους των παγίων δαπανών τους που έχουν επιφέρει ζημίες, έχει εκφραστεί απόλυτα θετικά, κρίνοντας πως η συγκεκριμένη στήριξη στοχεύει επιχειρήσεις οι οποίες λειτούργησαν μέσα στο 2020, σε αντίξοες συνθήκες, στηρίζοντας την οικονομία και την κοινωνία.
«Δεδομένου ότι η πανδημία συνεχίζεται με αμείωτη ένταση, είμαστε ήδη στο τρίτο σκληρό lockdown, πολλοί τομείς της οικονομίας χρειάζονται μεγάλη στήριξη, από την άλλη όμως τα δημοσιονομικά έχουν υπερβολικά επιβαρυνθεί και η ρευστότητα του Δημοσίου δοκιμάζεται, κρίνουμε ότι ο προσεκτικός σχεδιασμός του εργαλείου και η στόχευσή του εκεί που αποδεδειγμένα υπάρχει μεγαλύτερο πρόβλημα, είναι παράγοντες που πρέπει προσεκτικά να ληφθούν υπόψιν και εντέλει θα καθορίσουν την αποτελεσματικότητά του».
Με βάση τα παραπάνω, οι προτάσεις του ΣΕΤΕ συνοψίζονται στα εξής:
Οι προϋποθέσεις για τη δυνατότητα στήριξης επιχειρήσεων με βάση το συγκεκριμένο άρθρο του “TEMPORARY AID FRAMEWORK” είναι:
1. Μείωση τζίρου τουλάχιστον 30%.
2. Ύπαρξη ζημιών για το επηρεαζόμενο διάστημα που μπορεί να είναι από τον 3/2020 έως 31/12/2021.
3. Η επιχείρηση να μην ήταν σε «δυσκολία» στις 31/12/2019. Για τις πολύ μικρές, κατά τον ορισμό της ΕΕ, δηλαδή κάτω από 50 εργαζόμενους, δεν ισχύει η τρίτη προϋπόθεση.
Τα όρια που θέτει η ΕΕ είναι:
1. Βοήθεια που δεν ξεπερνά ή αποκαθιστά περισσότερο από το 70 % των ζημιών για επιχειρήσεις ανεξαρτήτως μεγέθους. Ειδικότερα για επιχειρήσεις έως 250 άτομα και 50 εκατ. ετήσιο τζίρο, το όριο είναι 90% στην αποκατάσταση των ζημιών.
2. Αλλαγή του ορίου ενίσχυσης, «μετά από δικές σας επιτυχημένες διαπραγματεύσεις όπως αναφέρει ο ΣΕΤΕ», σε 10 εκατ. ανά επιχείρηση. «Στο σημείο αυτό, παρακαλούμε ρητά να ξεκαθαριστεί, διότι έχει εκφραστεί μεγάλη αγωνία από επιχειρήσεις, ότι το όριο του αριθμού των εργαζομένων ή του κύκλου εργασιών, δε συνιστούν επ’ ουδενί «κόφτη» για συμμετοχή στο πρόγραμμα, παρά μόνο επηρεάζουν τα ποσοστά της ενίσχυσης».
Με τα δεδομένα αυτά, οι τουριστικοί φορείς κρίνουν πως για λόγους δικαιοσύνης, στοχευμένης στήριξης επιχειρήσεων, αλλά και σωστής διαχείρισης των κονδυλίων, που στη συγκυρία αποτελεί μέγα ζητούμενο, πρέπει να δημιουργηθούν δύο διαφορετικές βαθμίδες με διαφορετικά ποσοστά στήριξης παγίων δαπανών. Μία που να αφορά επιχειρήσεις με απώλεια εσόδων από 1/3/2020 – 31/12/2020 άνω του 30%, όπως προβλέπει το προσωρινό πλαίσιο και μία για επιχειρήσεις με απώλεια εσόδων από 1/3/2020 – 31/12/2020 άνω του 50%.
Οι δύο διαφορετικές βαθμίδες, θα καθορίζουν διαφορετικό ποσοστό αποκατάστασης ζημιών σε επιχειρήσεις, πάντα στα πλαίσια των ορίων της ΕΕ και ανάλογα με τις δημοσιονομικές δυνατότητες του κράτους. Τα ποσοστά θα πρέπει να είναι μεγαλύτερα για τις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες κατά κανόνα έχουν κάνει χρήση των επιστρεπτέων προκαταβολών, οι οποίες με βάση το προσωρινό πλαίσιο αφαιρούνται από τις πάγιες δαπάνες. Ο προσδιορισμός των πάγιων δαπανών, είναι πολύ σημαντικός για το θετικό αποτέλεσμα της ενίσχυσης.
«Κρίνουμε, πως επειδή ο τουρισμός στο σύνολό του είναι εντάσεως κεφαλαίου με μεγάλες και συνεχείς επενδύσεις (καταλύματα, τουριστικά λεωφορεία, αεροδρόμια, αεροπορικές εταιρείες, ακτοπλοΐα, γιώτινγκ, κ.λπ.), οι αποσβέσεις αποτελούν πάγιες δαπάνες που ειδικά το 2020, χρονιά μείωσης εσόδων για τον τουρισμό ύψους 78% κατά μέσο όρο, αυξάνουν τις ζημιές. Οι ζημιές λοιπόν, θα πρέπει να προσδιοριστούν σε επίπεδο ΕΒΤ, μετά δηλαδή από αποσβέσεις και χρηματοοικονομικά και πάνω σε αυτό το ποσό των ζημιών, να μπει το όριο του 70% ή του 90% (ανάλογα το μέγεθος της επιχείρησης) που καθορίζει το ανώτατο ποσό, έως του οποίου μπορούν να επιδοτηθούν οι πάγιες δαπάνες».
Ο ΣΕΤΕ παραθέτει ενδεικτικά κατηγορίες εξόδων που κρίνει ότι πρέπει να συμπεριληφθούν στις πάγιες δαπάνες, όπως κόστη μισθοδοσίας, μαζί με τις ασφαλιστικές εισφορές, ενοίκια, ενέργεια (ηλεκτρικό ρεύμα, φυσικό αέριο, πετρέλαιο, καύσιμα), ύδρευση- τηλεπικοινωνίες, χρηματοικονομικά (τόκοι δανείων, μισθώματα Leasing, κ.λπ.), αποσβέσεις, έξοδα ασφάλισης, τέλη κυκλοφορίας, αμοιβές τρίτων (λογιστής, νομικός σύμβουλος, τεχνικός ασφαλείας, γιατρός εργασίας), έξοδα συντήρησης εγκαταστάσεων και τεχνικού εξοπλισμού μεταφορικών μέσων, έξοδα λογισμικού/Software/ συνδρομών τεχνολογίας (ιστοσελίδας, κ.λπ.), που καταβάλλονται κατ’ έτος, δημοτικά τέλη (τέλη χρήσης κοινοχρήστων χώρων-τέλη καθαριότητας και φωτισμού), έξοδα για εφαρμογή υγειονομικών πρωτοκόλλων λόγω covid-19, τα οποία ενώ πρωτοεμφανίστηκαν το 2020, αναμένεται να επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις για αρκετά χρόνια ακόμα.
«Τέλος, θεωρούμε σημαντικό να τονίσουμε πως πρέπει με κάποιον τρόπο να διασφαλιστεί πως οι επιχειρήσεις που θα ενισχυθούν, θα συνεχίσουν να λειτουργούν την επόμενη μέρα. Μόνο έτσι η ενίσχυση θα έχει πραγματικά αξιοποιηθεί, αλλά και με αυτόν τον τρόπο ίσως εξοικονομηθούν και παραπάνω κονδύλια που θα διευρύνουν την περίμετρο».