Μετά την αυστηροποίηση του νομικού πλαισίου για την καταπολέμηση της οπτικοακουστικής πειρατείας στην Ελλάδα, η κυβέρνηση περνάει πλέον στην επόμενη φάση: την επιβολή κυρώσεων και σε απλούς χρήστες που αποκτούν παράνομα πρόσβαση σε συνδρομητικό περιεχόμενο. Η νέα νομοθεσία, που τέθηκε σε εφαρμογή τον Φεβρουάριο του 2025, προβλέπει την επιβολή διοικητικών προστίμων σε ιδιώτες που παρακολουθούν ταινίες, σειρές ή αθλητικά γεγονότα μέσω μη νόμιμων πλατφορμών. Σε περίπτωση υποτροπής, το πρόστιμο διπλασιάζεται.
Συγκεκριμένα, τις 18/2 ψηφίστηκε και ο νέος νόμος για την πειρατεία που προβλέπει:
-Επιβολή διοικητικού προστίμου στον τελικό χρήστη πειρατικής συνδρομής, σε όσους προβάλλουν δημόσια, παράνομα, προστατευόμενο περιεχόμενο, με ή χωρίς εμπορικό όφελος (πειρατικοί διακινητές, καφέ & μπαρ με πειρατικές συνδρομές) και σε όσους διαφημίζουν πειρατικές υπηρεσίες ή διαφημίζονται σε αυτές.
-Dynamic blocking (διαδικασία fast track διακοπής πρόσβασης σε προστατευόμενο περιεχόμενο εντός 30 λεπτών) και για ταινίες και σειρές, εκτός από το αθλητικό περιεχόμενο. Η ρύθμιση έρχεται ως απάντηση στη ραγδαία αύξηση της ψηφιακής πειρατείας τα τελευταία χρόνια, που εκτιμάται ότι προκαλεί ζημιές εκατομμυρίων ευρώ στις εταιρείες παροχής περιεχομένου, ενώ επηρεάζει και τα κρατικά έσοδα.
Παράλληλα, ο νέος νόμος δίνει τη δυνατότητα στις αρχές να ζητούν από τους παρόχους πρόσβασης στο διαδίκτυο τα στοιχεία των χρηστών που εντοπίζονται να παραβιάζουν τη νομοθεσία, συνδέοντας τη διεύθυνση IP με τον κάτοχό της και το ΑΦΜ του.
Η κυβέρνηση, σε συνεργασία με την ΕΔΠΠΙ (Ειδική Διεύθυνση Προστασίας Πνευματικής Ιδιοκτησίας), επιχειρεί να στείλει ένα σαφές μήνυμα: Η πειρατεία δεν είναι πια “αθώα υπόθεση”. Με τον έλεγχο να περνά πλέον και στον τελικό χρήστη, η νέα εποχή κατά της διαδικτυακής πειρατείας ξεκινά με αυστηρότερους όρους και μηδενική ανοχή.
Ήδη, έχουν επιβληθεί ποινές με το νέο καθεστώς. Στις 27/3 το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Ευβοίας καταδίκασε ημεδαπό, που μεταπουλούσε πειρατικές συνδρομές. Στον καταδικασθέντα δεν αναγνωρίστηκε ελαφρυντικό και του επιβλήθηκε ποινή καθείρξεως 5 ετών και 15.000 ευρώ χρηματική ποινή. Η απόφαση έρχεται λίγες ημέρες μετά από παρόμοια πολύωρη ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης στην Κομοτηνή, αναφορικά με υπόθεση πειρατείας με κατηγορούμενο έτερο ημεδαπό. Και σε αυτή την περίπτωση το δικαστήριο απέρριψε το σύνολο των ενστάσεων και ισχυρισμών του κατηγορουμένου και τον καταδίκασε σε 5 χρόνια και 6 μήνες κάθειρξη για το αδίκημα του Ν. 2121/1993 (πειρατεία) και του Π.Δ. 343/2002 (διακίνηση παράνομου εξοπλισμού).
Την ίδια στιγμή, μετά τη σύλληψη δύο ατόμων στο Κιλκίς πριν λίγες εβδομάδες, οι οποίοι έκαναν χρήση πειρατικής τηλεόρασης προς θέαση των πελατών τους σε καφετέρια, έρχεται σαφάρι των αρχών και της ΑΑΔΕ για τα καταστήματα bar-café που χρησιμοποιούν παράνομες συνδρομές, αφού και με το νέο νόμο επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ για κάθε παράβαση (είτε είναι πειρατική, είτε οικιακή συνδρομή). Όποιος τελεί τις παραπάνω πράξεις με σκοπό άμεσο ή έμμεσο εμπορικό οικονομικό όφελος υπόκειται σε διοικητικό πρόστιμο πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ για κάθε παράβαση.
Στις 12/3 ξεκίνησε στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, η μεγαλύτερη δίκη που έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα για την οπτικοαουστική πειρατεία με σύνολο 17 κατηγορουμένους. Αφορά υπόθεση της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Πατρών. Σε βάρος των κατηγορούμενων είχε σχηματιστεί, κακουργηματικού χαρακτήρα, δικογραφία για σύσταση και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, παραβάσεις των νόμων περί πνευματικής ιδιοκτησίας.
Από το προανακριτικό έργο, είχε προκύψει ότι τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης τα τελευταία 8 χρόνια, διοχέτευαν στην αγορά αποκωδικοποιητές παράνομης αναμετάδοσης συνδρομητικών καναλιών, χρησιμοποιώντας εξειδικευμένα τεχνικά μέσα, παράνομο λογισμικό, καθώς και ειδικούς αποκωδικοποιητές. Είχε προκύψει ότι τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης έχοντας συγκροτήσει πελατολόγιο 13.000 ατόμων στην Ελλάδα (το μεγαλύτερο που έχει βρεθεί ποτέ στην Ελλάδα), κατάφεραν να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος συνολικού ύψους άνω των 25.000.000 ευρώ, προκαλώντας ταυτόχρονα οικονομική ζημία στις δικαιούχες εταιρείες, ύψους 100.000.000 ευρώ.