Τα πάνω κάτω έχει φέρει στη βιομηχανία μόδας η κινεζική fast fashion Shein, καθώς κάποια σενάρια αναφέρουν ότι οι πωλήσεις της έχουν ξεπεράσει ακόμα και εκείνες του ισπανικού ομίλου Inditex, στον οποίο ανήκει μεταξύ άλλων και το brand Zara. Και όμως, ελάχιστα είναι γνωστά για αυτή την εταιρεία, πέραν του ότι πλέον αποτιμάται στα 64 δισ. δολάρια, πουλά τα προϊόντα της σε 150 χώρες και απασχολεί 16.000 άτομα, μόλις το 10% από το προσωπικό της Inditex.
Γνωστή για τη μυστικοπάθειά της, η Shein επιλέγει να μην δίνει παρά μόνο τις απολύτως απαραίτητες απαντήσεις, την ώρα που δέχεται έντονη κριτική για τις συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια όπου φτιάχνονται τα ρούχα της, την κλοπή πνευματικών δικαιωμάτων καθώς και για την προέλευση των πρώτων υλών που χρησιμοποιεί.
Σε μία σπάνια συνέντευξη στελέχους της, ο Peter Pernot-Day, που είναι επικεφαλής στρατηγικών και επιχειρηματικών υποθέσεων για τη Β. Αμερική και την Ευρώπη, έριξε φως στον τρόπο με τον οποίο η εταιρεία καταφέρνει να βγάλει κέρδος πουλώντας βραδινά φορέματα για 15 ευρώ.
Αντίστοιχα, αποφεύγει να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τις εκτιμήσεις που ανεβάζουν τις πωλήσεις της Shein στα 45 δισ. δολάρια και τα κέρδη της στα 2 δισ. δολάρια, λέγοντας ότι ως μη εισηγμένη, η εταιρεία δεν δημοσιεύει τα αποτελέσματά της.
Όσο για τον ιδρυτή της Shein, Sky Xu, για τον οποίο ελάχιστα είναι γνωστά, το στέλεχος αρκείται να πει ότι είναι ένας από τους τέσσερις ιδρυτές και ο σημερινός CEO. «Ασχολείται έντονα με τις καθημερινές δραστηριότητες, το όραμα και την στρατηγική κατεύθυνση της εταιρείας. Είναι ένας οραματιστής με τη δική του συνεισφορά στο λιανεμπόριο, ειδικά με την ιδέα ενός on-demand μοντέλου», λέει.
Κατόπιν τούτων, η Shein μπορεί να είναι κερδοφόρα ακόμα και όταν πουλά φορέματα για 15 ευρώ. «Έχουμε δείξει ότι υπάρχουν πολλά αναποτελεσματικά σημεία στο παραδοσιακό μοντέλου του λιανεμπορίου, τα οποία μπορούν να επιλυθούν με την τεχνολογία. Μια από τις μεγάλες παρεξηγήσεις για την δική μας επιχείρηση είναι ότι πουλάμε φθηνά λόγω του όγκου. Όχι. Πετυχαίνουμε οικονομίες κλίμακας μέσω της αποδοτικότητας του κόστους, όπως αποφεύγοντας το πλεονάζον στοκ ή πουλώντας αποκλειστικά online. Τα φυσικά καταστήματα έχουν πολλά πλεονεκτήματα, αλλά μπορεί να είναι και πολύ ακριβά», λέει ο Pernot-Day στην El Pais.