Οι αριθμοί μιλάνε από μόνοι τους και όταν το κάνουν λένε πολλά. Το Βέλγιο και η Ελλάδα έχουν τον ίδιο σχεδόν αριθμό κατοίκων.
Περί τα 11 εκατομμύρια και οι δύο χώρες. Η χώρα στην οποίαν έζησε πολλά χρόνια ο Βαν Γκογκ, έχει πάνω από 9.000 θανάτους στο παθητικό της από τον κορωνοϊό, 30.000 δηλωμένα κρούσματα και 2.650 διασωληνωμένους.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Στην Ελλάδα θρηνούμε 197 θανάτους και είχαμε περί τα 3400 κρούσματα. Η διαφορά είναι τεράστια υπέρ της χώρας μας, η οποία βρίσκεται στην κορυφή της αντίστασης κατά της νόσου Covid-19 και της πανδημίας της.
Πρέπει να χαιρόμαστε: Ασφαλώς αλλά με πολύ μεγάλη προσοχή. Η υπεροχή στο σκορ του πρώτου ημιχρόνου δεν λέει απολύτως τίποτε. Ο αγώνας δεν έχει τελειώσει και το σφύριγμα του διαιτητή είναι ακόμα στον αέρα. Μετά το καλοκαίρι, καλό θα ήταν να μην πέσουμε σε βαρυχειμωνιά από το φθινόπωρο.
Η επιτυχία του σήμερα ας μη γίνει η τραγωδία του αύριο. Υπάρχει όμως και η οικονομία, η οποία δεν πρέπει να θυσιαστεί για να αποφύγουν το μοιραίο, που έτσι κι αλλιώς είναι αναπόφευκτο, κάποιοι ευπαθείς, ηλικιωμένοι, λένε αρκετοί που βλέπουν κάπως διαφορετικά την πραγματικότητα. Αυτό που υποστηρίζουν δεν είναι αβάσιμο.
Αποφασίζει όμως κανείς να στείλει στα πευκάκια περί τους 50.000 ανθρώπους για να «σώσει» τους νέους; Η σιωπή προς απάντηση, είναι ίσως για την ώρα μια καλή λύση. Γιατί όντως η ελληνική οικονομία μπαίνει σε μεγάλη τρικυμία. Πιθανότατα χειρότερη από αυτήν του 2010.
Ένας ζωτικός κλάδος της οικονομίας μας, όπως ο τουρισμός, και οι συναφείς δραστηριότητες μπαίνουν σε σοβαρότατη επιδείνωση. Σαφώς δε, αυτή η τελευταία έχει αρνητικές επιπτώσεις στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας. Παράλληλα, το ίδιο συμβαίνει ήδη και με τις μεταφορές.
Η παγκόσμια πτώση του εμπορίου είναι σοβαρή ζημιά για την ελληνική ναυτιλία. Τουρισμός και Ναυτιλία αντιπροσωπεύουν πάνω από 30% του ΑΕΠ μας. Η κρίση τους μπορεί να μεταφραστεί σε απώλεια άνω των 25 δισ. ευρώ.
Την ίδια στιγμή, μηδενικό είναι το χρήμα που θα έπρεπε να κυκλοφορεί στην αγορά. Αυτό σημαίνει ότι κάποιες δεκάδες χιλιάδες νοικοκυριά δεν έχουν τίποτε για να ζήσουν. Αλλά ούτε βλέπουν και ελπίδες για απασχόληση. Το κουίζ είναι απίθανο. Η κυβέρνηση πρέπει να σώσει κυριολεκτικά επιχειρήσεις από τη μια μεριά και ανθρώπους από την άλλη.
Με επιδόματα 800 και 600 ευρώ αντιμετωπίζεται το πρόβλημα; Θα λέγαμε ότι στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι. Το ερώτημα όμως είναι μετά τί γίνεται; Δύσκολη η απάντηση, γιατί ο κορωνοϊός, ως φαίνεται, παίζει με την επιστήμη και στις περιπτώσεις αυτές η αβεβαιότητα αποτελεί μια μορφή κανονικότητας. Δυστυχώς.
Έτσι, σ’ ό,τι αφορά το σοκ ρευστότητας που έχει ανάγκη η αγορά, υπάρχει η
απόφαση της κυβέρνησης να προβεί στην ανάληψη του 20% του τραπεζικού δανεισμού που θα λάβουν όσες επιχειρήσεις τον έχουν ανάγκη. Μαθαίνουμε όμως, ότι στο επίπεδο αυτό υπάρχουν και κάποιες περίεργες εξαιρέσεις.
Γιατί; Είναι ώρα για τέτοια; Μήπως το όλο πλέγμα των βοηθημάτων και των επιδοτήσεων, πρέπει να επανεξετασθεί με περισσότερη διαύγεια και γεν-ναιότητα;
Μήπως πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία μια πιθανή τραγωδία στο δεύτερο ημίχρονο;
Η Κυβέρνηση έχει αρκετά ατού στη διάθεσή της για να τα καταφέρει. Ας παραμερίσει στο εσωτερικό της κάποια απολιθώματα που μόνον ζημιά της προκαλούν.