Νέες αξιολογήσεις για τις ελληνικές τράπεζες δίνει ο Standard & Poor’s, στον απόηχο της πρόσφατης αναβάθμισης του outlook (σε θετικό από σταθερό προηγουμένως) της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας.
Συγκεκριμένα, ο αμερικανικός οίκος προχώρησε στις εξής κινήσεις:
- Τράπεζα Πειραιώς: Αναβάθμιση της αξιολόγησης σε Β+ από Β προηγουμένως. Θετικό το outlook.
- Alpha Bank: Αναβάθμιση της αξιολόγησης σε ΒΒ- από Β+ προηγουμένως. Σταθερό το outlook.
- Εθνική Τράπεζα: Αναβάθμιση της αξιολόγησης σε ΒΒ- από Β+ προηγουμένως. Θετικό το outlook.
- Eurobank: Αναβάθμιση της αξιολόγησηςε σε ΒΒ- από Β+ προηγουμένως. Θετικό το outlook
Στο σχετικό report, ο S&P περιμένει υψηλή κερδοφορία για τις ελληνικές τράπεζες, προειδοποιώντας ωστόσο για τον κίνδυνο αύξησης των μακροοικονομικών αβεβαιοτήτων.
Ας σημειωθεί ότι στην επίμαχη έκθεση συμπεριλαμβάνονται και οι κυπριακές τράπεζες, με τον έγκριτο οίκο να δίνει την αξιολόγηση BB- με θετικό outlook στην Τράπεζα Κύπρου.
Η ανάλυση του S&P
Μετά από μια δεκαετία εκκαθάρισης παλαιότερων προβλημάτων τα αποτελέσματα του 2022 πιστοποιούν ότι το κυπριακό και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχουν φτάσει σε μια σημαντική καμπή στην πορεία τους προς την εξομάλυνση, επισημαίνει η S&P σε ανάλυσή της.
Μετά από χρόνια μεγάλων πωλήσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPEs), τιτλοποιήσεων, διαγραφών και ανακτήσεων, όλοι οι συστημικοί όμιλοι σε Ελλάδα και Κύπρο μπόρεσαν να πετύχουν μείωση του δείκτη NPEs κάτω του 10%.
Επιπλέον, αν και η περιορισμένη διάθεση ανάληψης κινδύνων των τραπεζών θα μπορούσε εν μέρει να αποδοθεί στην υποτονική ζήτηση νέων δανείων, ιδίως από τα νοικοκυριά, η επιφυλακτικότητα τους τα τελευταία χρόνια δείχνει ότι η πιθανή υποβάθμιση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων θα πρέπει να είναι πολύ πιο περιορισμένη από ό,τι είδαμε κατά τις προηγούμενες κρίσεις.
Μετά από μια μικρή αύξηση το 2023 λόγω του ασταθούς περιβάλλοντος, η S&P περιμένει ότι το κόστος κινδύνου (cost of risk) θα μειωθεί από τα τρέχοντα επίπεδα. Οι ορατές διαφορές μεταξύ των τραπεζών όσον αφορά την ποιότητα του ενεργητικού και ιδιαίτερα την κάλυψη θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ορισμένες πρόσθετες ανάγκες προβλέψεων μεταξύ επιμέρους τραπεζών και στις δυο χώρες, οδηγώντας σε κάποια διαφοροποίηση στην απόδοση των επιμέρους οντοτήτων.
Επίσης, ο οίκος σημειώνει ότι cost of risk είναι πιθανό να παραμείνει πιο αυξημένο από ό,τι για τα αντίστοιχα της ΕΕ, καθώς και τα δύο τραπεζικά συστήματα εξακολουθούν να διατηρούν ορισμένα ειδικά χαρακτηριστικά που ενισχύουν την ευπάθειά τους σε μια ύφεση, ιδίως τις σημαντικές «συγκέντρωση» με βάση στοιχεία 31 Δεκεμβρίου 2022, σε ασταθείς τομείς, όπως οι κατασκευές και τα ακίνητα (13% στην Κύπρο, 10% στην Ελλάδα) και ο τουρισμός (10% στην Κύπρο, 14% στην Ελλάδα).
Οι ελληνικές τράπεζες
Από τα μέσα της δεκαετίας του 2010, οι ελληνικές τράπεζες έχουν υποβληθεί σε σημαντική αναδιάρθρωση κόστους για τον εξορθολογισμό των εργασιών τους. Κατάφεραν με επιτυχία, σημειώνει η S&P να εξορθολογίσουν τις δραστηριότητές τους μέσω μέτρων κόστους-αποτελεσματικότητας και πωλήσεις μη βασικών περιουσιακών στοιχείων, οδηγώντας τους δείκτες κόστους προς εισόδημα να βελτιωθούν οριακά πάνω ή κάτω από το 40%. Αυτό τους τοποθετεί μεταξύ των καλύτερων στην Ευρώπη.
Οι αυξήσεις των επιτοκίων θα διευκολύνουν περαιτέρω την ανάκαμψη των κερδών. Η αύξηση των επιτοκίων ενίσχυσε την κερδοφορία το 2022 και αναμένεται να συνεχίσει να ενισχύει τα κέρδη το 2023.
Η κερδοφορία των τραπεζών έχει βελτιωθεί μετά από χρόνια ζημιών. Αναμένουμε περαιτέρω ενισχυμένη κερδοφορία, υποστηριζόμενη από χαμηλότερες προβλέψεις για ζημίες δανείων και πρόσθετα οφέλη από την αναπροσαρμογή των δανείων με υψηλότερα επιτόκια, και τη συνεχή εστίαση στον έλεγχο των λειτουργικών δαπανών, σημειώνει ο οίκος. Επιπρόσθετα, αναμένουμε αύξηση του χαρτοφυλακίου ενήμερων δανείων κατά 3%-4% το 2023-2024 στην Ελλάδα και 2% στην Κύπρο, κυρίως χάρη στην ώθηση από την αξιοποίηση των κονδυλίων στήριξης της ΕΕ. Αυτό συμβαίνει μετά από χρόνια αρνητικής αύξησης των δανείων, η οποία οφείλεται στις πωλήσεις μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE). Τούτου λεχθέντος, οι μακροοικονομικές αβεβαιότητες δημιουργούν υψηλούς δυνητικούς κινδύνους, επισημαίνει.
Όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι αυξήσεις των επιτοκίων θα οδηγήσουν σε υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης, αλλά οι τράπεζες θα επωφεληθούν από ισχυρότερα προφίλ χρηματοδότησης σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια και από τις περιορισμένες ανάγκες χρηματοδότησης χονδρικής. Η απομόχλευση και η ενοποίηση του συστήματος τα τελευταία χρόνια έχουν μειώσει σημαντικά τις πιέσεις χρηματοδότησης. Ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις πελατών βελτιώθηκε στο 65%-70% στο τέλος του 2022 από το ανώτατο όριο του 174% το 2015 για την Ελλάδα και 185% το 2013 για την Κύπρο, ενώ το εξωτερικό χρέος περιορίζεται στην ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL) και στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO).
Κατά το 2022, οι εγχώριες καταθέσεις πελατών αυξήθηκαν κατά 4,5% στην Ελλάδα και 3,5% στην Κύπρο. Ο ανταγωνισμός τιμολόγησης μεταξύ των τραπεζών για την προσέλκυση ή τη διατήρηση καταθέσεων θα πρέπει να είναι μέτριος και να οδηγεί σε διαχειρίσιμη αύξηση του κόστους χρηματοδότησης.
Χαλαρώνουν οι ανησυχίες για τις θέσεις ρευστότητας των τραπεζών μετά την πληρωμή μεγάλων TLTRO. Ορισμένες ελληνικές και κυπριακές τράπεζες έχουν ήδη αρχίσει να αποπληρώνουν τα μεγάλα δάνεια TLTRO με αμελητέα επίδραση στον καθαρό δείκτη σταθερής χρηματοδότησης (NSFR) και στον δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR) και πιστεύουμε ότι οι τράπεζες θα συνεχίσουν να εμφανίζουν πλεονάζουσα ρευστότητα μετά την αποπληρωμή των TLTRO.
Εθνική Τράπεζα
Η S&P αύξησε τη μακροπρόθεσμη αξιολόγηση, καθώς η τράπεζα έχει αναδιαρθρώσει επιτυχώς τον ισολογισμό της και επειδή οι κίνδυνοι χρηματοδότησης σε όλο το σύστημα στην Ελλάδα έχουν αμβλυνθεί.
Εκτιμά επίσης ότι η λειτουργική απόδοση και το προφίλ κινδύνου της τράπεζας βελτιώνονται και πλησιάζουν στον μέσο όρο των ευρωπαϊκών τραπεζών με καλύτερη αξιολόγηση και ότι το χάσμα θα συνεχίσει να μειώνεται τους επόμενους 12 μήνες.
Ειδικότερα, η S&P τονίζει ότι η Εθνική έχει τον καλύτερο δείκτη κάλυψης προβλέψεων για ζημίες δανείων στον ελληνικό τραπεζικό τομέα στο 87%, μαζί με κεφαλαιακό δείκτη CET1 στο 15,7%. Επιπλέον, οι λόγοι κόστους-κινδύνου και NPEΣ διαμορφώθηκαν στις 70 μονάδες βάσης (bps) και στος 5,2%, αντίστοιχα, στο τέλος του έτους 2022. Οι αναλυτές της S&P αναμένουν ότι το κόστος του κινδύνου θα βελτιωθεί σε 50-60 μονάδες βάσης έως το 2025, ενώ ο δείκτης NPE της Εθνικής αναμένεται να μειωθεί κάτω από το 4,5%.
Λαμβάνοντας στήριξη από το περιβάλλον των επιτοκίων, το βελτιωμένο προφίλ κινδύνου της Εθνικής θα ωφελήσει την κερδοφορία και τη δημιουργία κεφαλαίων.
Ως εκ τούτου, η S&P δίνει στην Εθνική θετικές προοπτικές.
Αlpha Bank
H S&P αύξησε τις αξιολογήσεις για την Alpha Bank και την Alpha Services and Holdings επειδή θεωρεί ότι η τράπεζα έχει αναδιαρθρώσει επιτυχώς τον ισολογισμό και επειδή οι κίνδυνοι χρηματοδότησης σε όλο το σύστημα στην Ελλάδα έχουν αμβλυνθεί.
Οι σταθερές προοπτικές για την Alpha Βank τους επόμενους 12 μήνες αντικατοπτρίζουν την προσδοκία για βελτίωση στα κέρδη, την ποιότητα του ενεργητικού και την κεφαλαιοποίησή, αν και με βραδύτερο ρυθμό από ό,τι τα τελευταία χρόνια, λόγω των λιγότερο σταθερών μακροοικονομικών συνθηκών. Ως εκ τούτου, αναμένει ότι οι πιστωτικές ζημίες του ομίλου θα συνεχίσουν να μειώνονται, συνοδευόμενα από οριακή αύξηση της κάλυψης των ζημιών από τα αποθεματικά, αλλά η κάλυψη πιθανότατα θα παραμείνει κάτω από αυτή των ομότιμων τραπεζών με αξιολόγηση «ΒΒ».
Τράπεζα Πειραιώς
Η S&P αύξησε τις αξιολογήσεις για την Τράπεζα Πειραιώς για να αντικατοπτρίσει την άποψη ότι η τράπεζα έχει αναδιαρθρώσει επιτυχώς τον ισολογισμό της και επειδή οι κίνδυνοι χρηματοδότησης σε όλο το σύστημα στην Ελλάδα έχουν αμβλυνθεί. Το πιο σημαντικό είναι ότι η Τράπεζα Πειραιώς κατάφερε να μειώσει τον δείκτη NPE κάτω από το 10%, αν και η κάλυψη των ζημιών της από τα αποθεματικά είναι χαμηλότερη από της Εθνικής και της Eurobank. Η Πειραιώς διατήρησε επίσης το LCR και το NSFR της πολύ πάνω από τις ελάχιστες απαιτήσεις, παρά την πρόωρη αποπληρωμή TLTRO ύψους 9 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2022.
Οι θετικές προοπτικές για την Τράπεζα Πειραιώς τους επόμενους 12 μήνες αντικατοπτρίζουν την προσδοκία της S&P για περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού της σε επίπεδο αντίστοιχο με τις τράπεζες στο κάτω άκρο της κατηγορίας «BB».
O οίκος αξιολόγησης εκτιμά ότι η τράπεζα θα μειώσει τα NPE της κάτω από το 6% των συνολικών δανείων της μέχρι το τέλος του 2023, συνοδευόμενη από κόστος κινδύνου 100 μονάδων βάσης το 2023 και περίπου 90 μονάδων βάσης το 2024.
Αναμένει μόνο σταδιακή βελτίωση των κερδών.
Eurobank
Η S&P αύξησε τις αξιολογήσεις για τη Eurobank και την Eurobank Holdings για να αντικατοπτρίσει την άποψη ότι η τράπεζα έχει αναδιαρθρώσει επιτυχώς τον ισολογισμό και επειδή οι κίνδυνοι χρηματοδότησης σε όλο το σύστημα στην Ελλάδα έχουν αμβλυνθεί.
Θεωρεί επίσης ότι η λειτουργική απόδοση και το προφίλ κινδύνου της τράπεζας έχουν βελτιωθεί και πλησιάσει πιο κοντά στον μέσο όρο των ευρωπαϊκών τραπεζών με καλύτερη αξιολόγηση και ότι το χάσμα θα συνεχίσει να μειώνεται τους επόμενους 12-18 μήνες.
Η Eurobank ήταν η πρώτη ελληνική τράπεζα που προχώρησε σε μεγάλες τιτλοποιήσεις και τώρα απολαμβάνει ισχυρό δείκτη κάλυψης στο 74,6% μαζί με κεφαλαιακό δείκτη CET-1 στο 15,2%. Επιπλέον, ο δείκτης κόστους-ασφαλούς κινδύνου και NPE της Eurobank διαμορφώθηκαν σε 72 μονάδες βάσης και 5,2%, αντίστοιχα, στο τέλος του 2022, και η S&P προβλέπει ότι θα βελτιωθεί περαιτέρω έως το 2025 σε 60 μονάδες βάσης και 4,5%-5,0%, αντίστοιχα.
Λαμβάνοντας στήριξη από το περιβάλλον των επιτοκίων και το ισχυρό franchise της στη Βουλγαρία και την Κύπρο, το βελτιωμένο προφίλ κινδύνου της Eurobank θα ωφελήσει την κερδοφορία και τη δημιουργία κεφαλαίων.
Ως εκ τούτου, η S&P δίνει στη Eurobank θετικές προοπτικές.