Σε αναπτυξιακό έδαφος παρέμεινε τον Νοέμβριο ο ελληνικός τομέας της μεταποίησης, σύμφωνα με τον δείκτη υπευθύνων προμηθειών (PMI) της S&P Global. Ωστόσο, ο ρυθμός ανάπτυξης επιβραδύνθηκε σε σύγκριση με τον Οκτώβριο, μετά από μια οριακή αύξηση της παραγωγής και μια νέα μείωση της απασχόλησης.
Η επιβράδυνση έλαβε χώρα παρά την εκ νέου αύξηση των νέων παραγγελιών, λόγω της εντονότερης ζήτησης από το εξωτερικό. Οι αγορές εισροών και τα επίπεδα αποθεμάτων αυξήθηκαν επίσης, καθώς τα αποθέματα ετοίμων προϊόντων αυξήθηκαν με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από τον Οκτώβριο του 2008. Παρ’ όλα αυτά, η άνοδος συνδέθηκε εν μέρει με τις περαιτέρω αναμενόμενες αυξήσεις των τιμών εισροών και τη δημιουργία αποθεμάτων, μετά τις χαμηλότερες από το προσδοκώμενο νέες πωλήσεις.
Ταυτόχρονα, η αύξηση του κόστους εισροών επιταχύνθηκε λόγω των υψηλότερων τιμών υλικών. Παρά τις σχετικά ήπιες συνθήκες ζήτησης, οι εταιρείες μετακύλισαν το αυξημένο κόστος μέσω μιας εντονότερης αύξησης των τιμών πώλησης.
Αναλυτικά, ο εποχικά προσαρμοσμένος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών της S&P Global για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα έκλεισε στις 50.9 μονάδες τον Νοέμβριο, ελαφρώς χαμηλότερα από τις 51.2 μονάδες του Οκτωβρίου, υποδεικνύοντας οριακή βελτίωση της υγείας του ελληνικού μεταποιητικού τομέα. Ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν ο δεύτερος βραδύτερος σε διάστημα ενός έτους, ωστόσο, εντονότερος από τον μακροχρόνιο μέσο όρο της έρευνας.
Η Siân Jones, Επικεφαλής Οικονομολόγος της S&P Global Market Intelligence, σχολίασε σχετικά: «Ο Νοέμβριος αποδείχθηκε ένας δύσκολος μήνας για τον ελληνικό τομέα μεταποίησης, καθώς η παραγωγή προσέγγισε τα επίπεδα στασιμότητας και η απασχόληση επέστρεψε σε πτωτική πορεία. Θετικότερο ήταν το γεγονός ότι οι εταιρείες υπέδειξαν νέα αύξηση των νέων παραγγελιών, η οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην άνοδο της ζήτησης από τους πελάτες του εξωτερικού.
Ωστόσο, οι δυσκολίες στην αλυσίδα εφοδιασμού εξακολούθησαν να αποτελούν λόγο ανησυχίας, καθώς οι χρόνοι παράδοσης προμηθειών επιμηκύνθηκαν περαιτέρω και ένας νέος κύκλος επιτάχυνσης της αύξησης των τιμών εισροών ώθησε τις εταιρείες να αυξήσουν την αγοραστική τους δραστηριότητα και να δημιουργήσουν αποθέματα ασφαλείας, λόγω της ανησυχίας για πιθανές περαιτέρω αυξήσεις. Εν τω μεταξύ, οι λιγότερες από τις αναμενόμενες νέες πωλήσεις ώθησαν τα αποθέματα ετοίμων προϊόντων στο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί σε διάστημα μεγαλύτερο των 16 ετών.
Επιδεικνύοντας μεγαλύτερη εμπιστοσύνη σχετικά με τις προοπτικές και τη νέα αύξηση των νέων πωλήσεων, οι κατασκευαστές αύξησαν τις τιμές πώλησής τους, και μάλιστα με ταχύτερο ρυθμό. Ωστόσο, λόγω της αστάθειας της ζήτησης και των περιορισμών στην παραγωγή, το εύρος των δυνατοτήτων προστασίας των
περιθωρίων κέρδους ενδέχεται να τεθεί υπό αμφισβήτηση.
Επιπλέον, σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις μας για την αύξηση των τιμών καταναλωτή, αναμένεται ότι η ετήσια άνοδος ύψους 2.9% για το 2024 θα υποχωρήσει στο 2.0% το 2025. Εν τω μεταξύ, οι προοπτικές ως προς τις τιμές αγορών είναι λιγότερο ευνοϊκές, καθώς αναμένεται συνολική αύξηση του κόστους τον επόμενο χρόνο μετά την υποχώρηση των πιέσεων το 2024.»