Ο κόσμος είναι υπερχρεωμένος. Το ποσό έχει φτάσει τα 315 τρισεκατομμύρια δολάρια και συνεχίζει να αυξάνεται. Αυτός είναι ένας συγκλονιστικός αριθμός ακόμα και για να τον φανταστεί κανείς αλλά το 2024, το παγκόσμιο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν – ή ΑΕΠ – ανερχόταν σε 109,5 τρισεκατομμύρια δολάρια – λίγο πάνω από το ένα τρίτο του παγκόσμιου χρέους.
Στον πλανήτη ζουν περίπου 8,1 δισεκατομμύρια άνθρωποι. Αν διαιρούσαμε αυτό το χρέος ανά άτομο, ο καθένας από εμάς θα χρωστούσε περίπου 39.000 δολάρια.
Όπως αναφέρει ο πρώην ΥΠΕΞ της Νορβηγίας, Μπόργκε Μπρέντε, στο CNBC το παγκόσμιο χρέος συνδυάζει δανεισμό από νοικοκυριά, επιχειρήσεις και κυβερνήσεις.
Τέλος, υπάρχει το δημόσιο χρέος, το οποίο χρησιμοποιείται για να συμβάλει στη χρηματοδότηση δημόσιων υπηρεσιών και έργων χωρίς να προκληθεί αύξηση των φόρων.
Αλλά οι εκάστοτε κυβερνήσεις μπορούν επίσης να αντλήσουν χρήματα πουλώντας ομόλογα τα οποία είναι ουσιαστικά ένα IOU (χρεόγραφο) από το κράτος προς τους επενδυτές. Όπως όλα τα δάνεια, περιλαμβάνει τόκους.
Το δημόσιο χρέος ανερχόταν σε 91,4 τρισεκατομμύρια δολάρια. Αν και το χρέος μπορεί να προκαλεί αρνητικούς συνειρμούς, δεν είναι απαραίτητα κακό πράγμα. Θα μπορούσε να βοηθήσει ένα άτομο να πάει σε κάποιο πανεπιστήμιο ή σε μια σχολή ή να αγοράσει ακίνητο. Επιτρέπει στις επιχειρήσεις να ξεκινήσουν και να επεκταθούν. Αν και το εθνικό χρέος είναι το πιο αμφιλεγόμενο από τα τρία, μπορεί να δώσει στις κυβερνήσεις τη μόχλευση που χρειάζονται για την οικοδόμηση της οικονομίας, για κοινωνικές δαπάνες ή για την αντιμετώπιση μιας κρίσης.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο πιο ακριβός πόλεμος στην ιστορία, προκάλεσε αρκετές κρίσεις χρέους, με τα περισσότερα από τα ανεξόφλητα δάνεια να οφείλονται στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Από τη δεκαετία του 1950, υπήρξαν τέσσερα μεγάλα κύματα συσσώρευσης χρέους. Το πρώτο κύμα χρέους προήλθε από τη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1980, γεγονός που οδήγησε 16 χώρες της περιοχής αυτής στην αναδιάρθρωση των δανείων τους.
Το παγκόσμιο χρέος αυξήθηκε στο 256% του ΑΕΠ το 2020, μια αύξηση 28 ποσοστιαίων μονάδων που είναι η μεγαλύτερη αύξηση σε περίοδο ενός έτους από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πάραυτα, η πανδημία απλώς επιδείνωσε ένα ήδη προϋπάρχον πρόβλημα. Το χρέος είχε συσσωρευτεί για τουλάχιστον μια δεκαετία πριν, καθώς οι ιδιώτες, οι εταιρείες και οι κυβερνήσεις ξόδευαν πάνω από τις δυνατότητές τους.
Αυτό μας προκαλεί ένα κρίσιμο ερώτημα: πόσο χρέος είναι το υπερβολικό χρέος; Πότε γίνεται μη βιώσιμο; Με λίγα λόγια, όταν δεν μπορείτε πλέον να το αντέξετε οικονομικά.
Για παράδειγμα η Ζάμπια. Το 2021, η εξυπηρέτηση του χρέους αντιπροσώπευε το 39% του εθνικού της προϋπολογισμού. Εκείνη τη χρονιά, η κυβέρνηση ξόδεψε περισσότερα για την πληρωμή αυτών των χρεών από ό,τι για την εκπαίδευση, την υγεία, την ύδρευση και το σύστημα αποχέτευσης. Αυτό εμπόδισε εντελώς την ικανότητα του έθνους να επενδύσει στο μέλλον του.
Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ είναι η οικονομική εξίσωση που συγκρίνει το δημόσιο χρέος μιας χώρας με το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της. Συνήθως παρουσιάζεται ως ποσοστό και θεωρείται καλός δείκτης της ικανότητας της χώρας να εξυπηρετεί τα χρέη της.
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι έχουμε δύο χώρες, η καθεμία με χρέος 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Παρά την ομοιότητα αυτή, αν αποδειχθεί ότι η μία από αυτές τις χώρες έχει οικονομία 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων και η άλλη έχει οικονομία σχεδόν 30 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, είναι σαφές ποια χώρα επωμίζεται το μεγαλύτερο βάρος χρέους.
Αυτό, συχνά σε συνδυασμό με δυσμενείς συναλλαγματικές ισοτιμίες και επιτόκια, είναι ο λόγος για τον οποίο το χρέος θεωρείται πιο επικίνδυνο για τις μικρότερες οικονομίες, όπως τόνισε ο Μπρέντε.
Υπάρχουν, φυσικά, και οι εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό. Η Ιαπωνία, η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, είναι επίσης μία από τις πιο υπερχρεωμένες χώρες του κόσμου, με το συνολικό χρέος της να βρίσκεται πάνω από το 600% του ΑΕΠ.
Ενώ το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της Ιαπωνίας είναι δημόσιο, τα τελευταία χρόνια ο χρηματοπιστωτικός τομέας έχει αυξήσει το χρέος του πάρα πολύ.
Περίπου τα δύο τρίτα των 315 τρισεκατομμυρίων δολαρίων προέρχονται από ανεπτυγμένες οικονομίες, δη την Ιαπωνία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Γενικά, όμως, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ των ανεπτυγμένων οικονομιών έχει μειωθεί.
Από την άλλη πλευρά, οι αναδυόμενες αγορές κατείχαν χρέος ύψους 105 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, αλλά η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ των χωρών αυτών έφτασε σε νέο υψηλό επίπεδο, στο 257%. Η Κίνα, η Ινδία και το Μεξικό ήταν οι μεγαλύτεροι συντελεστές.
Το τέταρτο κύμα αποτέλεσε την μεγαλύτερη, ταχύτερη και πιο ευρεία αύξηση του χρέους που έχουμε δει μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι καλύτερες δημοσιονομικές πολιτικές και οι χρηματοπιστωτικές ρυθμίσεις κράτησαν μια εκτεταμένη κρίση χρέους μακριά.
Με τόσα πολλά να διακυβεύονται, η προοπτική ενός ισχυρότερου δολαρίου ή ενός εμπορικού πολέμου θα μπορούσε να είναι αρκετή για να οδηγήσει μια χώρα – ή πολλές – σε χρεοκοπία, συμπλήρωσε ο Μπρέντε.