Σημαντική υποχώρηση στο μερίδιο των νέων δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο καταγράφεται το τελευταίο διάστημα, γεγονός που σημαίνει ότι περιορίζεται εξίσου ο αριθμός των δανειοληπτών που πλήττονται από τις διαδοχικές αυξήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), καθιστώντας ρεαλιστική την πρόταση των τραπεζών για επιδοματική κάλυψη περί των 30.000.
Όπως τονίζει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) στην ενδιάμεση έκθεσή της για τη νομισματική πολιτική, το μερίδιο των νέων δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο έχει μειωθεί από 86% κατά μέσο όρο την περίοδο 2011 – 2017 σε 57% το 2021 και 46% το 10μηνο του 2022. «Η εν λόγω εξέλιξη περιορίζει την επιδείνωση του επιτοκιακού κίνδυνου που προκύπτει από την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής και υποβοηθεί την ομαλή εξυπηρέτηση του χρέους στεγαστικής πίστης», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, πράγματι η πλειονότητα των στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο εκταμιεύθηκε πολύ πριν την κρίση, όταν οι χορηγήσεις «άγγιζαν» τα τρία δισ. ευρώ ετησίως. Έκτοτε, υπήρξε ένα «κενό», με τις τράπεζες να υιοθετούν πολύ αυστηρά κριτήρια, υπό τον φόβο νέων «κόκκινων» δανείων. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως τα επίμαχα δάνεια υφίστανται σήμερα τη μικρότερη επιβάρυνση από την αύξηση των επιτοκίων, δεδομένου ότι έχουν αποπληρώσει το μισό και πλέον του δανείου, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος των τόκων και άρα, οι δόσεις αφορούν στο κεφάλαιο. Αναφορικά με τους νέους δανειολήπτες που παρά την πολιτική των τραπεζών να προωθούν τα σταθερά επιτόκια εκείνοι επέλεξαν κυμαινόμενο, δεν ανήκουν όλοι στην κατηγορία του ευάλωτου που αποτελεί προυπόθεση, προκειμένου να λάβουν την επιδότηση, εκτός εάν έχει επέλθει δραματική μείωση εισοδημάτων. «Εάν δεν υφίσταται κάτι τέτοιο, τότε μπορούν να ανταπεξέλθουν στην άνοδο των επιτοκίων, ενώ εναλλακτικά έχουν τη δυνατότητα να ‘γυρίσουν’ το επιτόκιο τους σε σταθερό τουλάχιστον για τρία χρόνια, περίοδο, κατά την οποία εκτιμάται πως θα έχει κοπάσει η… μπόρα», σχολιάζουν χαρακτηριστικά.
Καταναλωτικά δάνεια
Στο 10,5% διαμορφώθηκε το επιτόκιο καταναλωτικών δανείων καθορισμένης διάρκειας, ήτοι υψηλότερο κατά 50 μ.β. έναντι της μέσης τιμής του 2021. Σύμφωνα με την ΤτΕ, η εν λόγω αύξηση είναι μεγαλύτερη σε σύγκριση με αυξήσεις που είχαν σημειωθεί τα προηγούμενα έτη και εν μέρει οφείλεται στη μείωση του μεριδίου των καταναλωτικών δανείων καθορισμένης διάρκειας με παροχή εξασφαλίσεων. Όσον αφορά στη σχετική σπουδαιότητα των δύο κατηγοριών πιστώσεων καθορισμένης διάρκειας (στεγαστικών -καταναλωτικών), τα καταναλωτικά δάνεια συνιστούσαν το 50% της ακαθάριστης ροής νέων δανείων καθορισμένης διάρκειας προς τα νοικοκυριά το 10μηνο του 2022, όπως και το 2021. Τέλος, το μεσοσταθμικό επιτόκιο στα δάνεια μη καθορισμένης διάρκειας που περιλαμβάνουν, κατά σειρά μεγέθους του υφιστάμενου υπολοίπου, τις πιστωτικές κάρτες, τα ανοικτά δάνεια και τις υπεραναλήψεις από λογαριασμούς όψεως, μειώθηκε κατά 13 μ.β., σε 14,4%.
Το μεσοσταθμικό επιτόκιο επιχειρηματικών δανείων διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο το δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου του 2022 σε 3,2% έναντι μέσης τιμής 3,0% το 2021.
Αναλυτικότερα, στα δάνεια χωρίς καθορισμένη διάρκεια, το μεσοσταθμικό επιτόκιο διατήρησε την πτωτική τάση που ακολουθεί από τα τέλη του 2011 και διαμορφώθηκε σε 4,0% κατά μέσο όρο το 2022, κατά 24 μ.β. χαμηλότερα έναντι του μέσου επιτοκίου του 2021. Μειώσεις παρατηρήθηκαν και στις δύο επιμέρους κατηγορίες (αλληλόχρεοι λογαριασμοί: -22 μ.β., υπεραναλήψεις από λογαριασμούς όψεως: -65 μ.β.). Αντίθετα, στα δάνεια με καθορισμένη διάρκεια (τακτή λήξη) το μεσοσταθμικό επιτόκιο αυξήθηκε ελαφρά στο 3,1% (2021: 2,9%). Το αντίστοιχο επιτόκιο προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις αυξήθηκε οριακά σε 3,5% (τα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιπροσώπευαν περίπου 23% της ακαθάριστης ροής επιχειρηματικών δανείων με τακτή λήξη τη διαθέσιμη περίοδο του 2022).
Όσον αφορά την ανά μέγεθος ταξινόμηση των δανείων με καθορισμένη διάρκεια, αυξήσεις επιτοκίου καταγράφηκαν στις περισσότερες επιμέρους κατηγορίες. Ειδικότερα, το μεσοσταθμικό επιτόκιο δανεισμού διαμορφώθηκε σε:
(β) 3,7% στα δάνεια μεταξύ 250.000 ευρώ και ενός εκατ. ευρώ (2021: 3,3%) και
(γ) 3,0% στα άνω του ενός εκατ. ευρώ (2021: 2,7%).