Ανάπτυξη 4,9% για το 2022 και 2,1% για το 2023 βλέπει για την ελληνική οικονομία ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Scope Ratings, αναθεωρώντας ανοδικά τις προηγούμενες εκτιμήσεις του στο 3,4% για το 2022 και 2,3% για το 2023 που ανακοίνωσε τον Απρίλιο, ενώ επιβεβαιώνει τη μακροπρόθεσμη αξιολόγηση BB+/Stable της χώρας μας.
Κατ' αρχάς στην ισχυρή πολιτική υποστήριξη των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων που απολαμβάνει η χώρα μας από την κρίση του Covid-19, με τη μορφή έκτακτων παρεμβάσεων νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής.
Οι παρεμβάσεις αυτές περιλαμβάνουν νέα προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων από την ΕΚΤ και χαλάρωση των απαιτήσεων του πλαισίου εγγυήσεων, που έχουν επιτρέψει από το 2020, τη συμπερίληψη των ελληνικών κρατικών ομολόγων ως εγγύηση για τις πράξεις στο Ευρωσύστημα και ως επιλέξιμων στο πλαίσιο του Έκτακτου Προγράμματος Αγοράς Ομολόγων για την Πανδημία (PEPP).
Όπως σημειώνει η Scope, η υποστήριξη από την ΕΚΤ ενισχύθηκε φέτος μέσω:
i) της επιβεβαίωσης ότι κατά τη φάση της επανεπένδυσης των εσόδων της ΕΚΤ από το PEPP, τουλάχιστον επί του παρόντος και έως το τέλος του 2024, τα ελληνικά ομόλογα παραμένουν επιλέξιμα για αγορά, πέραν και πάνω από τις μετακυλίσεις σε περίπτωση που το απαιτούν οι συνθήκες της αγοράς.
ii) της παράτασης του waiver σχετικά με την καταλληλότητα των ελληνικών ομολόγων να γίνονται δεκτά ως εγγύηση στο πλαίσιο αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του Ευρωσυστήματος, τουλάχιστον μέχρι την ολοκλήρωση της φάσης επανεπένδυσης των εσόδων της ΕΚΤ από το PEPP
iii) της ανάπτυξης ενός εργαλείου για τον περιορισμό του κατακερματισμού των αποδόσεων των ευρωπαϊκών κρατικών
Αυτά τα μέτρα ενισχύουν τη στήριξη της αγοράς ελληνικών αγορών ομολόγων και καταδεικνύουν μια πιο διαρκή υποστήριξη της ΕΚΤ προς την Ελλάδα μετά την κρίση του Covid-19.
Επιπλέον ο οίκος τονίζει πως η μεγαλύτερη του αναμενόμενου μείωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ και του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης από το 2020 ενισχύουν το πιστωτικό προφίλ της χώρας, που υποστηρίζεται από την ισχυρή οικονομική ανάκαμψη και τον αυξημένο πληθωρισμό παράλληλα με την εξυγίανση του πρωτογενούς δημοσιονομικού ελλείμματος. Η δημοσιονομική δυναμική υποστηρίζεται περαιτέρω από σημαντικές προηγούμενες βελτιώσεις της δομής του δημόσιου χρέους.
Οι πολιτικές διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων έχουν περιορίσει σημαντικά τους δείκτες των υψηλών μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) και έχουν ενισχύσει τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, ενώ παράλληλα εφαρμόζονται πολιτικές που κινητοποιούν τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα.
Αναφερόμενη στους κινδύνους για την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, η Scope επισημαίνει ότι αυτοί συνοψίζονται στους εξής:
ii) προβλήματα στον τραπεζικό τομέα που συνδέονται με τους υψηλούς αριθμούς μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των εγχώριων τραπεζών, παρά τις δραστικές μειώσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη, και συνεχιζόμενος κίνδυνος από τις διασυνδέσεις μεταξύ κράτους και τραπεζών
iii) διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες, όπως η ασθενής μεσοπρόθεσμη δυναμική ανάπτυξης, η υψηλή ανεργία, η περιορισμένη οικονομική διαφοροποίηση, η δυσκαμψία στην αγορά εργασίας και ο αδύναμος εξωτερικός τομέας.
Οι λόγοι μελλοντικής αναβάθμισης ή όχι της αξιολόγησης
Η αξιολόγηση και οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν εάν, κατά μόνας ή συνολικά:
i) ενισχυθεί περαιτέρω η στήριξη του Ευρωσυστήματος για τα ελληνικά ομόλογα, όπως με την επιτυχή εφαρμογή ενός εργαλείου κατά του κατακερματισμού
ii) η δημοσιονομική εξυγίανση και η οικονομική ανάκαμψη οδηγήσουν σε αξιοσημείωτη και σταθερή μείωση του δημόσιου χρέους
iii) περιοριστούν οι διαρθρωτικές οικονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες, αυξάνοντας το μεσοπρόθεσμη δυναμική της πραγματικής ανάπτυξης και ενισχύοντας τη μακροοικονομική βιωσιμότητα, ή/και
iv) μειωθούν περαιτέρω οι κίνδυνοι για τον τραπεζικό τομέα, αυξάνοντας την χορήγηση δανείων στον ιδιωτικό τομέα.
Η αξιολόγηση και οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας θα μπορούσαν να υποβαθμιστούν εάν, κατά μόνας ή συνολικά:
i) περιοριστεί η στήριξη του Ευρωσυστήματος προς το ελληνικό χρέος, ακόμη και υπό δυσμενή σενάρια της αγοράς
ii) η δημοσιονομική πολιτική παραμείνει χαλαρή για μεγαλύτερο του αναμενομένου χρονικό διάστημα ή επέλθει σοβαρή οικονομική ύφεση, ανακόπτοντας την τρέχουσα πορεία μείωσης του λόγου δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ
iii) αποδυναμωθεί η δέσμευση για υλοποίηση μεταρρυθμίσεων, όπως μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος ενισχυμένης εποπτείας ή μετά τις εκλογές, γεγονός που μειώνει τις προοπτικές περιορισμού των μακροοικονομικών ανισορροπιών και υπονομεύει ενδεχόμενη ευρωπαϊκή στήριξη, και/ή
iv) αυξηθούν εκ νέου οι κίνδυνοι για τον τραπεζικό τομέα μέσω της εδραίωσης ενδεχόμενων υποχρεώσεων στον προϋπολογισμό του κράτους.