Μέχρι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο θα φθάσει προς επίλυση η συνταγματικότητα ή μη των περικοπών στις επικουρικές συντάξεις του ιδιωτικού τομέα, σε ό,τι αφορά τα δώρα και το επίδομα της άδειας, για το επίμαχο διάστημα από το 2015 ως το 2016 (νόμος Κατρούγκαλου) καθώς ο Αρειος Πάγος, σε αντίθεση με το Συμβούλιο της Επικρατείας, έκρινε ότι οι εν λόγω περικοπές είναι συνταγματικές και ορθώς έγιναν.
Το ΣτΕ έκρινε αντισυνταγματικές τις περικοπές για τα δώρα και το επίδομα αδείας που έγιναν με βάση τους νόμους για τη δημοσιονομική προσαρμογή το 2012, αλλά και για το 11μηνο ανάμεσα στο 2015-2016, ενώ τώρα το Τμήμα (Εργατικών Διαφορών) του Αρείου Πάγου έκρινε το αντίθετο. Λόγω, λοιπόν, της αντίθεσης ανάμεσα στα δύο Ανώτατα Δικαστήρια η αμετάκλητη απόφαση επί του θέματος θα ληφθεί από το ΑΕΔ, όπου μετέχουν οι πρόεδροι των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας και μέλη τους.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου
Ειδικότερα, ο Αρειος Πάγος (Β Τμήμα) με απόφασή του και με πρόεδρο τον αρχαιότερο αντιπρόεδρό του, Νικόλαο Πιπιλίγκα, έκρινε ότι οι περικοπές δώρων και επιδόματος αδείας που έγιναν στα μνημονιακά χρόνια και για το 11μηνο, ειδικά, διότι αυτό έκρινε στη συγκεκριμένη δίκη, για τις επικουρικές συντάξεις του ιδιωτικού τομέα, είναι συνταγματικές και εξ αυτού νόμιμες.
Το σκεπτικό των αρεοπαγιτών, σε αντίθεση με εκείνο της πλειοψηφίας της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας που είχε κρίνει υπέρ της αντισυνταγματικότητας των περικοπών, είναι ότι δεν απαιτείται για τις όποιες περικοπές αναλογιστική μελέτη για τις επιπτώσεις, γιατί οι περικοπές έγιναν για την εξυπηρέτηση θεμάτων γενικότερου ενδιαφέροντος, που άπτονται του δημοσίου συμφέροντος, καθώς σχετίζονται με την οικονομική διάσωση της χώρας.
Ειδικότερα η απόφαση του Αρείου Πάγου θεμελιώνει ως εξής τη συνταγματικότητα των περικοπών:
«Η κατάργηση από 1-1-2013 των τριών επιδομάτων στους συνταξιούχους των αναφερομένων φορέων, εντάσσεται σε ένα πλέγμα ρυθμίσεων με τις οποίες ο νομοθέτης, αντιμέτωπος με την οικονομική κατάρρευση της χώρας και αδυνατώντας να χρηματοδοτεί τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης στον ίδιο βαθμό με το παρελθόν, εγκαθίδρυσε νέο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, τη βιωσιμότητα του οποίου στηρίζουν παράλληλα με τους διατιθέμενους προς τούτο, μειωμένους, κρατικούς πόρους, και συγκεκριμένες κατηγορίες συνταξιούχων με τα προεκτεθέντα χαρακτηριστικά».
Και η απόφαση συνεχίζει τονίζοντας πως «οι συνταξιούχοι υποβάλλονται σε θυσία μέρους του εκ συντάξεων εισοδήματος τους χάριν τόσο της αποκατάστασης της δημοσιονομικής ισορροπίας όσο και της βιωσιμότητας των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης. Εν όψει τούτων, η επίμαχη με κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, ευρίσκει έρεισμα στον νόμο, και εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα, αφενός για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας της χώρας και, αφετέρου, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, χάριν της βιωσιμότητάς του. Συνεπώς, η θέσπισή τους εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και όχι, απλώς, ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου ή των λοιπών φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, καθ’ όσον τα ποσά που περικόπτονται παραμένουν στην περιουσία των ως άνω οργανισμών προς ενίσχυση της βιωσιμότητας αυτών και συνακόλουθα την εξυπηρέτηση των συνταξιούχων στο σύνολό τους».
Η αντίθεση του ΣτΕ
Αντίθετα, το Συμβούλιο της Επικρατείας με σειρά αποφάσεων της Ολομέλειας το 2015 έκρινε τις μνημονιακές περικοπές ως αντισυνταγματικές, με βασικό σκεπτικό ότι για αυτές ήταν απαραίτητες αναλογιστικές μελέτες προκειμένου να υπάρχει πραγματική καταγραφή και αξιολόγηση των επιπτώσεων που προκλήθηκαν σε συνταξιούχους είτε στις κύριες είτε στις επικουρικές συντάξεις.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την Ολομέλεια του ΣτΕ, το Σύνταγμα επιβάλλει στο κράτος, όταν λαμβάνονται μέτρα περικοπής των συντάξεων να προβαίνει «σε ειδική και εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτει εφ’ ενός μεν ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι πράγματι πρόσφορα, αλλά και αναγκαία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος της βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφάλισης εν όψει των παραγόντων που το προκάλεσαν, έτσι ώστε η λήψη των μέτρων αυτών να είναι σύμφωνη με τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, και αφετέρου, ότι οι επιπτώσεις από τα μέτρα αυτά στο βιοτικό επίπεδο των πληττομένων προσώπων, συνδυαζόμενες με άλλα τυχόν ληφθέντα μέτρα (φορολογικά κ.ά.), αλλά και με το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της δεδομένης συγκυρίας, δεν έχουν αθροιστικά αποτέλεσμα τέτοιο που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτη, παραβίαση του πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση».
Και για τις δύο αυτές αντίθετες αποφάσεις περί των μνημονιακών περικοπών καλείται πλέον να επιληφθεί το ΑΕΔ στο κομμάτι που αφορά μόνον τις επικουρικές στον ιδιωτικό τομέα, γιατί αυτό ήταν το αντικείμενο της δίκης, επί του οποίου αποφάσισε ο Αρειος Πάγος, και όχι το σύνολο των περικοπών που δεν παραπέμπονται στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.
Στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο μετέχουν οι πρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων (Συμβουλίου Επικρατείας, Αρείου Πάγου και Ελεγκτικού Συνεδρίου) και ανώτατοι δικαστικοί.