«H χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής θα πρέπει να συνεχιστεί με μια σειρά μειώσεων επιτοκίων στις αμέσως επόμενες συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ», τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας σε συνέντευξη του στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ». «Λόγω της αυξημένης αβεβαιότητας, οι κινήσεις μας θα πρέπει να είναι σταδιακές και ο βηματισμός μας σταθερός και να συνεχίσει να βασίζεται στα εκάστοτε διαθέσιμα στοιχεία. Φυσικά, δεν θα πρέπει να αποκλείονται και μεγαλύτερες μειώσεις, αν τα εισερχόμενα στοιχεία υποδηλώνουν χαμηλότερο του στόχου πληθωρισμό σε μεσοπρόθεσμη βάση», πρόσθεσε.
Σε ότι αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, ο κ. Στουρνάρας επέστησε την προσοχή, τονίζοντας ότι «μια επιθετική μείωση των φόρων, παρά την ελκυστικότητά της, εγκυμονεί κινδύνους εάν δεν συνοδευτεί από στοχευμένες μεταρρυθμίσεις που διασφαλίζουν τη δημοσιονομική βιωσιμότητα. Παρά τη σημαντική πρόοδο στη μείωση της φοροδιαφυγής, το κενό ΦΠΑ παραμένει από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, ενώ ορισμένες επαγγελματικές ομάδες εξακολουθούν να μην συμβάλλουν επαρκώς στα φορολογικά βάρη».
Αναφορικά με τις τράπεζες σε ερώτηση εάν, θα μπορούσαν με τα σημερινά δεδομένα οι ελληνικές συστημικές τράπεζες να βρεθούν στο επίκεντρο ενδεχόμενων εξαγορών, ο κ. Στουρνάρας είπε: «Με βάση τα στοιχεία 9μηνου του 2024, ο δείκτης «κόκκινων δανείων» έπεσε για πρώτη φορά από τότε που έχουμε διαθέσιμα στοιχεία κάτω από 5%, οι τράπεζες εμφανίζουν εξαιρετικούς δείκτες αποτελεσματικότητας κόστους και αποδοτικότητας κεφαλαίων, ενώ διαθέτουν επίπεδα κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας αρκετά άνω των απαιτούμενων εποπτικών ορίων. Ταυτόχρονα, η πολιτική σταθερότητα στη χώρα μας και οι θετικές οικονομικές προοπτικές αποτελούν ευνοϊκούς παράγοντες για τις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών και αυξάνουν έτσι την πιθανότητα αυτές να βρεθούν στο επίκεντρο ενδεχόμενων εξαγορών.»
Ολόκληρη η συνέντευξη:
To 2024 ολοκληρώνεται για την ελληνική οικονομία με ανάπτυξη υψηλότερη από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Ποια είναι η εκτίμησή σας για τη νέα χρονιά;
Η ελληνική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα το 2024 και συνεχίζει να αναπτύσσεται με ικανοποιητικό ρυθμό, σημαντικά υψηλότερο από τον αντίστοιχο της ευρωζώνης, παρά την αυστηρή νομισματική πολιτική και τις γεωπολιτικές αναταράξεις. Επισημαίνεται ότι οι καλές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας το α’ εξάμηνο του 2024, σε συνδυασμό με τη διαθέσιμη πληροφόρηση και τους πρόδρομους δείκτες για το β’ εξάμηνο, οδηγούν την ετήσια πρόβλεψη για την ανάπτυξη του ΑΕΠ κοντά στο 2,3% το 2024, όταν για το σύνολο της ευρωζώνης η ανάπτυξη αναμένεται να είναι 0,8%.
Βασική συνιστώσα της ανάπτυξης ήταν η εγχώρια ζήτηση, προερχόμενη κυρίως από την ιδιωτική κατανάλωση, αλλά και από τις επενδύσεις. H συμβολή του εξωτερικού τομέα ήταν αρνητική, καθώς οι εξαγωγές αγαθών φαίνεται ότι επηρεάστηκαν από την επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος, ενώ παράλληλα καταγράφηκε άνοδος των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών.
Το 2025, η ελληνική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί κοντά στο 2,5%, σημειώνοντας αρκετά υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης σε σύγκριση με την ευρωζώνη (περίπου 1,2%). Η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς ενισχύει τη διαδικασία σύγκλισης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας προς τα μέσα επίπεδα της ΕΕ, διαδικασία που διακόπηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους που βίωσε η ελληνική οικονομία.
Για το 2025, οι κύριοι μοχλοί της οικονομικής δραστηριότητας θα συνεχίσουν να είναι οι επενδυτικές δαπάνες, χάρη και στη συνεισφορά των ευρωπαϊκών κονδυλίων, και ειδικότερα του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (RRF), και της ιδιωτικής κατανάλωσης, λόγω της αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος από την άνοδο της απασχόλησης και την αναμενόμενη μείωση του πληθωρισμού.
Επιπλέον, η αναμενόμενη μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ (κάτω από 150% ως ποσοστό του ΑΕΠ) το 2025, παράλληλα με την επίτευξη πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων, εκτιμάται ότι θα συμβάλει στη μείωση του κινδύνου της χώρας και στην περαιτέρω βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και σε περαιτέρω αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου.
Παρά το θετικό μακροοικονομικό περιβάλλον και την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας αντιμετωπίζει δυσκολίες. Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό και πότε εκτιμάτε ότι θα βελτιωθεί η κατάσταση;
Οι μακροοικονομικές εξελίξεις είναι όντως θετικές, καθώς πέρα από όσα ανέφερα προηγουμένως παρατηρείται αύξηση του ονομαστικού αλλά και του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών τα τελευταία χρόνια, η οποία υποστηρίζεται από την άνοδο της απασχόλησης και των ονομαστικών μισθών, καθώς και από την σταδιακή υποχώρηση του πληθωρισμού σε επίπεδα κοντά στο 3%.
Επιπρόσθετα, από την έναρξη της ενεργειακής κρίσης η κυβέρνηση έχει υλοποιήσει σημαντικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις για τη στήριξη των εισοδημάτων των ευάλωτων νοικοκυριών. Στη στήριξη των εισοδημάτων συνέβαλαν καθοριστικά διαδοχικές κυβερνητικές παρεμβάσεις στήριξης των συνταξιούχων, οι αυξήσεις που δόθηκαν στους δημόσιους υπαλλήλους και κυρίως οι διαδοχικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού, που οδήγησαν σε σωρευτική αύξησή του κατά περίπου 48% την τελευταία εξαετία. Ωστόσο, σε υψηλότερα μισθολογικά κλιμάκια, οι μισθοί παρέμειναν σχετικά σταθεροί σε ονομαστικούς όρους, ενώ σε πραγματικούς όρους μειώθηκαν σημαντικά λόγω του πληθωρισμού.
Παράλληλα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι παρατηρείται σημαντική αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας, το οποίο μειώθηκε πρόσφατα σε μονοψήφιο επίπεδο για πρώτη φορά από το 2009. Ενώ αξιοσημείωτη είναι και η μείωση του ποσοστού του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού.
Όπως ανέφερα, ο γενικός πληθωρισμός εξακολουθεί να επιβραδύνεται, αλλά η εμμονή των τιμών των υπηρεσιών σε υψηλά επίπεδα περιόρισε αυτή την αποκλιμάκωση και συνέβαλε στη διαμόρφωση υψηλότερου πληθωρισμού στην Ελλάδα έναντι της ευρωζώνης. Στον βαθμό που οι γεωπολιτικές εξελίξεις δεν θα επιδεινωθούν, αναμένεται περαιτέρω επιβράδυνση του γενικού πληθωρισμού μέσα στο 2025.
Ωστόσο, η υποχώρηση του πληθωρισμού δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το γενικό επίπεδο τιμών θα υποχωρήσει. Παρόλα αυτά, σε κάποια προϊόντα, όπως καύσιμα και ηλεκτρική ενέργεια, οι τιμές έχουν πράγματι υποχωρήσει από τα υψηλά επίπεδα του 2022. Όμως, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι οι πληθωριστικές πιέσεις των τελευταίων ετών επηρέασαν περισσότερο τα χαμηλότερα εισοδήματα, ιδιαίτερα όσον αφορά τον πληθωρισμό της διατροφής, καθώς και τις δαπάνες για στέγαση και ενέργεια.
H αύξηση των τιμών διεθνώς τα τελευταία έτη επιβαρύνει δυσανάλογα τα φτωχότερα νοικοκυριά που καταναλώνουν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους και επηρεάζονται περισσότερο από τις ανατιμήσεις στην ενέργεια και στα είδη πρώτης ανάγκης. Το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και στέγαση (περιλαμβάνει ηλεκτρισμό, φυσικό αέριο και άλλα καύσιμα θέρμανσης) των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 58% των δαπανών τους, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 36%. Ομοίως, η άνοδος στις τιμές των ακινήτων και των ενοικίων οξύνει το πρόβλημα της στέγασης για τα ελληνικά νοικοκυριά.
Η περαιτέρω εξομάλυνση των τιμών της ενέργειας και των ειδών διατροφής θα απαλύνουν τις πληθωριστικές πιέσεις, ιδιαίτερα για τα πιο φτωχά νοικοκυριά. Επιπλέον, οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση του οξυμένου στεγαστικού προβλήματος, ιδιαίτερα για τους νέους, αναμένεται να φέρουν σύντομα αποτέλεσμα, ενώ και η εφαρμογή των προβλεπόμενων στον προϋπολογισμό του 2025 μέτρων στήριξης για τις ευάλωτες ομάδες και τους συνταξιούχους θα έχουν θετικό αντίκτυπο. Σε κάθε περίπτωση, εκτιμάται ότι η διατήρηση και επιτάχυνση του αναπτυξιακού ρυθμού τα επόμενα χρόνια είναι η βασική προϋπόθεση για την ενίσχυση των εισοδημάτων, την ανακούφιση των φτωχότερων νοικοκυριών και την περαιτέρω μείωση των ανισοτήτων.
Η κυβέρνηση έχει υλοποιήσει τα τελευταία χρόνια πλήθος μεταρρυθμίσεων. Ωστόσο, όσοι παρακολουθούν την ελληνική οικονομία μιλούν για καθυστερήσεις στην υιοθέτηση αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών. Ποιες πιστεύετε πως πρέπει να είναι οι προτεραιότητες τα επόμενα χρόνια;
Σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου σωρεύονται νέες αβεβαιότητες, η ενδυνάμωση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας αποτελεί καταλύτη για την περαιτέρω θωράκιση της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας. Οι προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής τα επόμενα χρόνια πρέπει να εστιάσουν σε κρίσιμες διαρθρωτικές αλλαγές που θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα της οικονομίας.
Βασική προτεραιότητα είναι η επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, με στόχο τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και την προσέλκυση επενδύσεων, αξιοποιώντας μέτρα όπως η ψηφιοποίηση των διαδικασιών, η αναδιοργάνωση των δικαστηρίων (με την εφαρμογή του νέου δικαστικού χάρτη) και την προώθηση εναλλακτικών μηχανισμών επίλυσης διαφορών.
Παράλληλα, η τόνωση της αποταμίευσης (κυρίως των νοικοκυριών) είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση της εξάρτησης από εξωτερικό δανεισμό και τη χρηματοδότηση επενδύσεων, μέσω μέτρων όπως η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, η ανάπτυξη της αγοράς κεφαλαίων, η υποστήριξη της ιδιωτικής ασφάλισης και του κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και η προώθηση του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού.
Επίσης, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για την ενδυνάμωση του ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, με την άρση περιοριστικών πρακτικών και τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Παράλληλα, η μείωση της γραφειοκρατίας και η αποτελεσματικότερη δημόσια διοίκηση, μέσω ψηφιοποίησης και απλοποίησης διαδικασιών, θα υποστηρίξουν την επιχειρηματικότητα.
Στην αγορά εργασίας, η αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, ιδιαίτερα γυναικών και νέων, και η ένταξη των μεταναστών, είναι κρίσιμες προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση των ελλείψεων και την ενίσχυση της παραγωγικότητας. Επιπλέον, η ανάπτυξη ψηφιακών δεξιοτήτων και η επένδυση σε εκπαίδευση και κατάρτιση είναι αναγκαίες για την προσαρμογή στις τεχνολογικές εξελίξεις και τη δημιουργία μιας ανθεκτικής οικονομίας.
Εξαιρετικά θετική είναι και η εξέλιξη των δημοσιονομικών μεγεθών της χώρας. Μήπως ήλθε η στιγμή για μία πιο επιθετική μείωση των φόρων ή μία τέτοια κίνηση κρύβει κινδύνους;
Η βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών, όπως τα πρωτογενή πλεονάσματα και η ταχεία αποκλιμάκωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι ενθαρρυντική και αποδεικνύει την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στη δημοσιονομική πειθαρχία, τη φορολογική συμμόρφωση και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Ωστόσο, η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις.
Το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη, ενώ το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παραμένει επίμονα αυξημένο. Απρόβλεπτες και συχνές κρίσεις, όπως αυτές που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή και τις φυσικές καταστροφές, καθιστούν κρίσιμη τη διατήρηση ενός ικανοποιητικού δημοσιονομικού αποθεματικού. Παράλληλα, οι ανάγκες για δημόσιες επενδύσεις, κυρίως στους τομείς της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης, θα αυξηθούν τα επόμενα χρόνια.
Μια επιθετική μείωση των φόρων, παρά την ελκυστικότητά της, εγκυμονεί κινδύνους εάν δεν συνοδευτεί από στοχευμένες μεταρρυθμίσεις που διασφαλίζουν τη δημοσιονομική βιωσιμότητα. Παρά τη σημαντική πρόοδο στη μείωση της φοροδιαφυγής, το κενό ΦΠΑ παραμένει από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, ενώ ορισμένες επαγγελματικές ομάδες εξακολουθούν να μην συμβάλλουν επαρκώς στα φορολογικά βάρη.
Η μείωση των έμμεσων φόρων, όπως ο ΦΠΑ, ενέχει τον κίνδυνο απώλειας σημαντικών εσόδων. Δεδομένου ότι ο κρατικός προϋπολογισμός εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτούς τους φόρους, μια μείωση θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει τη δημοσιονομική ισορροπία, ενώ δεν είναι βέβαιο ότι το όφελος θα φτάσει στον καταναλωτή, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος οι επιχειρήσεις να αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους τους αντί να μειώσουν τις τιμές. Επιπλέον, η μείωση του ΦΠΑ ενισχύει την κατανάλωση και επιβαρύνει ακόμα περισσότερο το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Παράλληλα, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών τα τελευταία χρόνια και η μεταρρύθμιση της φορολογίας εισοδήματος του 2020 έχει οδηγήσει σε μείωση της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης (ή ‘φορολογική σφήνα’) των εργαζομένων.
Για να είναι βιώσιμη οποιαδήποτε φορολογική ελάφρυνση, απαιτείται μια ολοκληρωμένη στρατηγική που να περιλαμβάνει τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, τη δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών και τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης. Παράλληλα, οι άμεσοι φόροι μπορούν να ανασχεδιαστούν ώστε να διανέμουν τα φορολογικά βάρη πιο δίκαια. Συνεπώς, ενώ η μείωση των φόρων είναι επιθυμητή, πρέπει να υλοποιηθεί με μέτρο και προσοχή, λαμβάνοντας υπόψη τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Το 2025 το κόστος του χρήματος θα υποχωρήσει. Τι περιθώρια χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής στην ευρωζώνη υπάρχουν αυτήν τη στιγμή και πού εκτιμάτε ότι θα βρίσκονται τα επιτόκια σε έναν χρόνο από σήμερα;
Αν και η νομισματική πολιτική του Ευρωσυστήματος διατηρεί ακόμη τον περιοριστικό της χαρακτήρα, το 2024 κάναμε σημαντικά βήματα προς την αντίθετη κατεύθυνση, αυτήν της χαλάρωσής της. Από τα μέσα της χρονιάς έχουμε προχωρήσει σε τέσσερις μειώσεις επιτοκίων κατά συνολικά 100 μονάδες βάσης. Η πιο πρόσφατη μείωση, κατά 25 μονάδες βάσης στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου, έφερε το επιτόκιο πολιτικής της ΕΚΤ (Deposit Facility Rate) στο 3%. Τα βήματα αυτά κατέστησαν δυνατά και ενδεδειγμένα, καθώς τα νέα στο μέτωπο του πληθωρισμού είναι πολύ καλά: Ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ έχει μειωθεί σημαντικά, από το ιστορικά υψηλό 10,6% τον Οκτώβριο του 2022, σε επίπεδα πολύ κοντά στον στόχο του 2% τους τελευταίους μήνες.
Κοιτώντας μπροστά, η μεσοπρόθεσμη τάση του πληθωρισμού υποδηλώνει ότι υπάρχει ακόμα σημαντικό περιθώριο περαιτέρω χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής. Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις του Ευρωσυστήματος, ο πληθωρισμός προσεγγίζει από το δεύτερο τρίμηνο του 2025 τον στόχο μας κατά τρόπο διατηρήσιμο.
Αυτό που με προβληματίζει ωστόσο είναι η ανάπτυξη. Φαίνεται ότι η οικονομία στη ζώνη του ευρώ αγωνίζεται να ανακτήσει τον βηματισμό της. Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι παραμένουν αυξημένοι, ενώ οι πιέσεις στο διεθνές εμπόριο, που προβλέπεται να ενισχυθούν εξαιτίας των πρόσφατων εξελίξεων στις ΗΠΑ και αλλού, μπορούν να υποσκάψουν περαιτέρω την οικονομική ανάπτυξη παγκοσμίως, με αρνητικές συνέπειες για τον, ούτως ή άλλως, πολύ μέτριο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας της ζώνης του ευρώ. Μια τέτοια εξέλιξη, με τη σειρά της, θα μπορούσε να οδηγήσει τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη σε επίπεδα χαμηλότερα του στόχου.
Για τους λόγους αυτούς, η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής θα πρέπει να συνεχιστεί με μια σειρά μειώσεων επιτοκίων στις αμέσως επόμενες συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ. Λόγω της αυξημένης αβεβαιότητας, οι κινήσεις μας θα πρέπει να είναι σταδιακές και ο βηματισμός μας σταθερός και να συνεχίσει να βασίζεται στα εκάστοτε διαθέσιμα στοιχεία. Φυσικά, δεν θα πρέπει να αποκλείονται και μεγαλύτερες μειώσεις, αν τα εισερχόμενα στοιχεία υποδηλώνουν χαμηλότερο του στόχου πληθωρισμό σε μεσοπρόθεσμη βάση.
Πώς θα επηρεάσει αυτή η εξέλιξη τα αποτελέσματα των τραπεζών; Θα είναι σε θέση να διατηρήσουν την κερδοφορία τους στα πολυετή υψηλά της τελευταίας χρήσης;
Είδαμε όντως τα προηγούμενα τρίμηνα μία σημαντική αύξηση της οργανικής κερδοφορίας των τραπεζών, που οφείλεται πρωτίστως στην αύξηση των επιτοκίων και τη διεύρυνση των επιτοκιακών περιθωρίων και δευτερευόντως στην πιστωτική επέκταση που έχει επιτευχθεί με επίκεντρο την επιχειρηματική πίστη. Καθώς εισερχόμαστε σε ένα πτωτικό περιβάλλον επιτοκίων, αναμένεται να επηρεαστεί τόσο το κόστος των νέων δανείων αλλά και των δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου, όσο και το κόστος άντλησης κεφαλαίων. Κρίσιμοι παράγοντες για τη διατήρηση των δεικτών κερδοφορίας στο υφιστάμενο επίπεδο είναι η επίτευξη των στόχων που έχουν θέσει για πιστωτική επέκταση, η διαφοροποίηση των πηγών οργανικής κερδοφορίας, καθώς και η διατήρηση του λειτουργικού κόστους και του κόστους πιστωτικού κινδύνου στα υφιστάμενα χαμηλά επίπεδα.
Στην Ευρωζώνη έχει ξεκινήσει μία συζήτηση για την ανάγκη δημιουργίας μεγαλύτερων σχημάτων. Θα μπορούσαν με τα σημερινά δεδομένα οι ελληνικές συστημικές τράπεζες να βρεθούν στο επίκεντρο ενδεχόμενων εξαγορών;
Πράγματι θα μπορούσαν. Ήδη υπάρχει το προηγούμενο της απόκτησης συμμετοχής από τη UniCredit στην Alpha Bank (έστω και για ένα ποσοστό κάτω του 10% στο πλαίσιο στρατηγικής συνεργασίας) και δεν θα απέκλεια το ενδεχόμενο να δούμε μελλοντικά εξαγορές κάποιων ελληνικών σημαντικών τραπεζών από μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν βελτιώσει πλέον καθοριστικά τα χρηματοοικονομικά τους μεγέθη και μπορούν άνετα να συγκριθούν με τους ανταγωνιστές τους στην ευρωζώνη που έχουν παρόμοιο επιχειρηματικό μοντέλο. Ενδεικτικά, με στοιχεία εννεάμηνου 2024, ο δείκτης «κόκκινων δανείων» έπεσε για πρώτη φορά από τότε που έχουμε διαθέσιμα στοιχεία κάτω από 5%, οι τράπεζες εμφανίζουν εξαιρετικούς δείκτες αποτελεσματικότητας κόστους και αποδοτικότητας κεφαλαίων, ενώ διαθέτουν επίπεδα κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας αρκετά άνω των απαιτούμενων εποπτικών ορίων. Ταυτόχρονα, η πολιτική σταθερότητα στη χώρα μας και οι θετικές οικονομικές προοπτικές αποτελούν ευνοϊκούς παράγοντες για τις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών και αυξάνουν έτσι την πιθανότητα αυτές να βρεθούν στο επίκεντρο ενδεχόμενων εξαγορών.
Όπως όμως έχω πει επανειλημμένα, για να γίνουν περισσότερες διασυνοριακές εξαγορές και συγχωνεύσεις στην ευρωζώνη, θα πρέπει να υπάρξει ουσιαστική πρόοδος στην ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης (Banking Union) και της Ένωσης των Κεφαλαιαγορών (Capital Markets Union), όπως άλλωστε προτείνει και ο Mario Draghi στη γνωστή πλέον έκθεση.
Ο 5ος πόλος δια της συγχωνεύσεως Attica Bank – Παγκρήτιας είναι γεγονός. Πιστεύετε ότι μία πολύ μικρή τράπεζα σε σχέση με τους 4 συστημικούς ομίλους είναι ικανή να οδηγήσει σε όξυνση του ανταγωνισμού;
Η συγχώνευση και η εξυγίανση των δύο αυτών τραπεζών μέσω της ολοκλήρωσης της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου και της ένταξης των τιτλοποιήσεων «κόκκινων δανείων» στο σχήμα του «Ηρακλή», αποτελεί ορόσημο για την οριστική εξυγίανση του τραπεζικού τομέα στην Ελλάδα. Η νέα αυτή τράπεζα, σε συνδυασμό με άλλες μικρές τράπεζες που διαθέτουν εξίσου υγιή ισολογισμό, μπορούν σαφώς να ενισχύσουν τον ανταγωνισμό στον εγχώριο τραπεζικό τομέα, ιδίως όσον αφορά την τιμολόγηση ορισμένων τραπεζικών προϊόντων αλλά και την παροχή πιστώσεων σε μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Δεν μπορώ να αποκλείσω και την είσοδο νέων επενδυτών από Ελλάδα και εξωτερικό στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες, που θα τις ενισχύσουν κεφαλαιακά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δυνατότητά τους να ανταγωνιστούν τις τέσσερις σημαντικές τράπεζες. Το είδαμε πρόσφατα στην περίπτωση της Τράπεζας Αττικής και της τράπεζας Αegean Baltic Bank, ενώ δεν αποκλείω να υπάρξει κινητικότητα ακόμα και στις μικρότερες συνεταιριστικές τράπεζες, κάποιες εκ των οποίων επιθυμούν τη λήψη πανελλαδικής άδειας.
Αναμφίβολα η αύξηση των πιστωτικών ιδρυμάτων είναι το ζητούμενο για την ελληνική αγορά, η οποία είναι η πλέον συγκεντρωμένη στην Ευρώπη. Δεν έρχεται όμως αυτό σε αντίθεση με την ανάγκη δημιουργίας μεγαλύτερων, πιο αποτελεσματικών και ανταγωνιστικών ομίλων; Μήπως θα είχε νόημα ένας νέος γύρος συγχωνεύσεων στο εσωτερικό;
Όντως, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας είναι από τους πιο συγκεντρωμένους στην ευρωζώνη, καθώς οι τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες έχουν μερίδιο αγοράς περίπου 95%. Και οι τέσσερις τράπεζες είναι αρκετά αποτελεσματικές από άποψη κόστους ενώ παρέχουν παρόμοιο φάσμα υπηρεσιών και προϊόντων και δραστηριοποιούνται στους ίδιους τομείς επιχειρηματικής και λιανικής πίστης. Ως εκ τούτου, στην παρούσα χρονική στιγμή και με την υπόθεση ότι οι τράπεζες θα επιτύχουν στην υλοποίηση των επιχειρηματικών τους στόχων, δεν θεωρώ ότι έχει νόημα μια συγχώνευση μεταξύ των τεσσάρων σημαντικών τραπεζών. Αντίθετα, είμαι υπέρ της διαφοροποίησης των δραστηριοτήτων, είτε μέσω της διασυνοριακής επέκτασης των τραπεζών όπως είδαμε στην περίπτωση της τράπεζας Eurobank που εξαγόρασε την Ελληνική Τράπεζα στην Κύπρο, ή στην επέκταση σε νέους τομείς δραστηριότητας, όπως στην περίπτωση της Τράπεζας Πειραιώς που ίδρυσε πρόσφατα την Snappi.
Οι τέσσερις μεγάλοι του κλάδου ξεκίνησαν εφέτος τη διανομή μερισμάτων για πρώτη φορά μετά από 16 έτη. Πιστεύετε ότι μετά την ανακοίνωση των νέων χρονοδιαγραμμάτων ταχύτερου μηδενισμού του αναβαλλόμενου φόρου ανοίγει ο δρόμος για την πλήρη απελευθέρωση της μερισματικής τους πολιτικής;
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει από καιρό αναδείξει τη σημασία της περαιτέρω βελτίωσης της ποιότητας των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών. Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία, περίπου 12,3 δις ευρώ οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων περιλαμβάνονται στα εποπτικά ίδια κεφάλαιά τους και αποτελούν σχεδόν το ήμισυ των κεφαλαίων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1 capital). Είναι προφανές λοιπόν ότι η πρωτοβουλία των τραπεζών για την ταχύτερη επίλυση του τελευταίου κατάλοιπου της τραπεζικής κρίσης της περασμένης δεκαετίας και τη βελτίωση της ποιότητας των εποπτικών κεφαλαίων τους είναι καλοδεχούμενη, και αναμένεται να είναι ένας από τους παράγοντες που θα ληφθούν υπόψη στην εποπτική αξιολόγηση της μερισματικής πολιτικής των τραπεζών.