Την εκτίμηση ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έφτασε στο τέλος του κύκλου αύξησης των επιτοκίων μετά από 10 αλλεπάλληλες αυξήσεις, εξέφρασε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην Börsen Zeitung. Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι διατηρώντας τα σημερινά επιτόκια ο πληθωρισμός θα επανέλθει στον στόχο του 2% μέχρι το τέλος του 2025 ίσως και νωρίτερα.
Σε ό, τι αφορά το επόμενο βήμα της ΕΚΤ, ανεξαρτήτως ημερομηνίας, προέβλεψε ότι θα αφορά μείωση επιτοκίων. Όπως είπε χαρακτηριστικά «η αβεβαιότητα είναι μεγάλη και υπάρχουν κίνδυνοι. Αλλά, όπως έχουν τα πράγματα, υποθέτω ότι το επόμενο βήμα μας θα αφορά μείωση των επιτοκίων».
Κατέστησε σαφές, πάντως, ότι σε κάθε περίπτωση, «είναι ακόμη πολύ νωρίς για να πούμε πότε μπορούν να μειωθούν ξανά τα βασικά επιτόκια. Πρώτα πρέπει να τα διατηρήσουμε στο σημερινό επίπεδο για κάποιο χρονικό διάστημα» το οποίο προσδιόρισε σε «κάποιους μήνες».
Ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι «ο μεγαλύτερος κίνδυνος αυτή τη στιγμή είναι να το παρακάνουμε. Δεν πρέπει και δεν χρειάζεται να εξοντώσουμε την οικονομία», προσθέτοντας ότι «δεν χρειάζεται να αυστηροποιήσουμε την πολιτική μας σε σημείο που να προξενήσουμε σοβαρή βλάβη στο τραπεζικό σύστημα ή στην οικονομία».
Σύμφωνα με τον ίδιο, η νομισματική πολιτική ήδη μεταδίδεται στην οικονομία και μετριάζει σημαντικά τη ζήτηση. Όπως εξήγησε, «τα βασικά επιτόκια έχουν αυξηθεί με πρωτοφανή ένταση και ταχύτητα, με αποτέλεσμα οι συνθήκες χρηματοδότησης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις να έχουν γίνει σημαντικά πιο περιοριστικές. Αυτό είναι πολύ εμφανές. Δείτε π.χ. τις νέες μακροοικονομικές προβολές των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ για την οικονομική ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ. Προβλέπουν de facto στασιμότητα για το 2023. Όχι χαμηλή ανάπτυξη, αλλά στασιμότητα. Ο προβλεπόμενος ρυθμός ανάπτυξης 0,7% οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά σε θετικές μεταφερόμενες επιδράσεις από το 2022. Η ζήτηση τραπεζικών δανείων έχει επίσης μειωθεί σημαντικά».
Ερωτηθείς για την τελευταία αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ και κατά πόσον μπορεί να αυξήσει την πιθανότητα ύφεσης, ο κ. Στουρνάρας απάντησε πως και ο ίδιος ήταν από εκείνους τους ευρωπαίους τραπεζίτες που θα προτιμούσαν να μην είχε γίνει δεδομένης, όπως είπε, της ορατής μείωσης του πληθωρισμού, της στασιμότητας της οικονομίας, της αυστηροποίησης που έχει συντελεστεί μέχρι σήμερα». Όμως, πρόσθεσε, «υπήρχαν πειστικά επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές και γι’ αυτό αποδέχομαι την απόφαση», προειδοποιώντας ταυτόχρονα ότι «δεν πρέπει να το παρακάνουμε με την περιοριστική νομισματική πολιτική. Διαφορετικά, υπάρχουν κίνδυνοι και για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα», τονίζοντας: «Ανησυχώ πολύ για το «φαινόμενο χιονοστιβάδας». Πρόκειται για το οικονομικό φαινόμενο κατά το οποίο το ύψος των επιτοκίων υπερβαίνει τον ονομαστικό ρυθμό ανάπτυξης και αυξάνεται ο λόγος του χρέους. Αυτό, σημείωσε, ο κ. Στουρνάρας, δεν αφορά μόνο τα κράτη και τα δημόσια οικονομικά. Ισχύει και για τον ιδιωτικό τομέα, νοικοκυριά και επιχειρήσεις, όπου, είπε, μπορεί σύντομα να εμφανιστούν μεγάλα προβλήματα.
«Μέχρι τώρα είχαμε την τύχη να καταγράφουμε ονομαστικό ρυθμό ανάπτυξης πολύ υψηλότερο από το επιτοκιακό κόστος. Αλλά αυτή η ευνοϊκή διαφορά μπορεί να αντιστραφεί στο μέλλον. Επομένως, είναι ακόμη πιο σημαντικό να συμβάλουν και όλοι οι άλλοι τομείς πολιτικής. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ζητάμε υποστήριξη ειδικά από τη δημοσιονομική πολιτική και το καταστήσαμε πολύ σαφές κατά την πιο πρόσφατη άτυπη σύνοδο του Ecofin στην Ισπανία», υπογράμμισε.
Σε σχέση με την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, τόνισε ότι είναι ανάγκη να επιτευχθεί γρήγορα συμφωνία για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Χρειαζόμαστε μεγαλύτερη ευελιξία και ισχυρότερους αντικυκλικούς κανόνες, που όμως θα παρέχουν κίνητρα για μείωση του χρέους. Οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Αν επιστρέψουμε στο παλιό Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, θα είμαστε χαμένοι. Η νομισματική και δημοσιονομική πολιτική πρέπει πλέον να είναι αλληλοσυμπληρούμενα στοιχεία της στρατηγικής μας».
Αναφορικά με τον ισολογισμό της ΕΚΤ και την πρόταση μελών του ΔΣ για ταχύτερη συρρίκνωση μέσω πιο σύντομης από τα τέλη του 2024 μείωσης του προγράμματος PEPP, ο Γιάννης Στουρνάρας απάντησε πως «πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί σ’ αυτό το θέμα. Προς το παρόν, έχουμε αυστηροποιήσει αρκετά τη νομισματική πολιτική. Ήδη περιορίζουμε δραστικά το μέγεθος του ισολογισμού μας, γιατί τερματίσαμε τις επανεπενδύσεις στο πλαίσιο του APP. Αν επιταχύναμε σημαντικά αυτή τη διαδικασία, πιθανόν θα προκαλούσαμε κατακραυγή εκ μέρους των αγορών και αναταράξεις. Δεν πρέπει να ρισκάρουμε περισσότερο από όσο χρειάζεται, δεδομένου μάλιστα ότι το PEPP (Pandemic Emergency Purchase Programme) μάς παρέχει την απαραίτητη ευελιξία ώστε να παρέμβουμε αν υπάρξουν προβλήματα στη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής».